헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

σκαλεύω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: σκαλεύω

형태분석: σκαλεύ (어간) + ω (인칭어미)

어원: = ska/llw

  1. 흔들다, 쑤시다, 지르다
  1. to stir, poke

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 σκαλεύω

(나는) 흔든다

σκαλεύεις

(너는) 흔든다

σκαλεύει

(그는) 흔든다

쌍수 σκαλεύετον

(너희 둘은) 흔든다

σκαλεύετον

(그 둘은) 흔든다

복수 σκαλεύομεν

(우리는) 흔든다

σκαλεύετε

(너희는) 흔든다

σκαλεύουσιν*

(그들은) 흔든다

접속법단수 σκαλεύω

(나는) 흔들자

σκαλεύῃς

(너는) 흔들자

σκαλεύῃ

(그는) 흔들자

쌍수 σκαλεύητον

(너희 둘은) 흔들자

σκαλεύητον

(그 둘은) 흔들자

복수 σκαλεύωμεν

(우리는) 흔들자

σκαλεύητε

(너희는) 흔들자

σκαλεύωσιν*

(그들은) 흔들자

기원법단수 σκαλεύοιμι

(나는) 흔들기를 (바라다)

σκαλεύοις

(너는) 흔들기를 (바라다)

σκαλεύοι

(그는) 흔들기를 (바라다)

쌍수 σκαλεύοιτον

(너희 둘은) 흔들기를 (바라다)

σκαλευοίτην

(그 둘은) 흔들기를 (바라다)

복수 σκαλεύοιμεν

(우리는) 흔들기를 (바라다)

σκαλεύοιτε

(너희는) 흔들기를 (바라다)

σκαλεύοιεν

(그들은) 흔들기를 (바라다)

명령법단수 σκάλευε

(너는) 흔들어라

σκαλευέτω

(그는) 흔들어라

쌍수 σκαλεύετον

(너희 둘은) 흔들어라

σκαλευέτων

(그 둘은) 흔들어라

복수 σκαλεύετε

(너희는) 흔들어라

σκαλευόντων, σκαλευέτωσαν

(그들은) 흔들어라

부정사 σκαλεύειν

흔드는 것

분사 남성여성중성
σκαλευων

σκαλευοντος

σκαλευουσα

σκαλευουσης

σκαλευον

σκαλευοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 σκαλεύομαι

(나는) 흔들려진다

σκαλεύει, σκαλεύῃ

(너는) 흔들려진다

σκαλεύεται

(그는) 흔들려진다

쌍수 σκαλεύεσθον

(너희 둘은) 흔들려진다

σκαλεύεσθον

(그 둘은) 흔들려진다

복수 σκαλευόμεθα

(우리는) 흔들려진다

σκαλεύεσθε

(너희는) 흔들려진다

σκαλεύονται

(그들은) 흔들려진다

접속법단수 σκαλεύωμαι

(나는) 흔들려지자

σκαλεύῃ

(너는) 흔들려지자

σκαλεύηται

(그는) 흔들려지자

쌍수 σκαλεύησθον

(너희 둘은) 흔들려지자

σκαλεύησθον

(그 둘은) 흔들려지자

복수 σκαλευώμεθα

(우리는) 흔들려지자

σκαλεύησθε

(너희는) 흔들려지자

σκαλεύωνται

(그들은) 흔들려지자

기원법단수 σκαλευοίμην

(나는) 흔들려지기를 (바라다)

σκαλεύοιο

(너는) 흔들려지기를 (바라다)

σκαλεύοιτο

(그는) 흔들려지기를 (바라다)

쌍수 σκαλεύοισθον

(너희 둘은) 흔들려지기를 (바라다)

σκαλευοίσθην

(그 둘은) 흔들려지기를 (바라다)

복수 σκαλευοίμεθα

(우리는) 흔들려지기를 (바라다)

σκαλεύοισθε

(너희는) 흔들려지기를 (바라다)

σκαλεύοιντο

(그들은) 흔들려지기를 (바라다)

명령법단수 σκαλεύου

(너는) 흔들려져라

σκαλευέσθω

(그는) 흔들려져라

쌍수 σκαλεύεσθον

(너희 둘은) 흔들려져라

σκαλευέσθων

(그 둘은) 흔들려져라

복수 σκαλεύεσθε

(너희는) 흔들려져라

σκαλευέσθων, σκαλευέσθωσαν

(그들은) 흔들려져라

부정사 σκαλεύεσθαι

흔들려지는 것

분사 남성여성중성
σκαλευομενος

σκαλευομενου

σκαλευομενη

σκαλευομενης

σκαλευομενον

σκαλευομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐσκάλευον

(나는) 흔들고 있었다

ἐσκάλευες

(너는) 흔들고 있었다

ἐσκάλευεν*

(그는) 흔들고 있었다

쌍수 ἐσκαλεύετον

(너희 둘은) 흔들고 있었다

ἐσκαλευέτην

(그 둘은) 흔들고 있었다

복수 ἐσκαλεύομεν

(우리는) 흔들고 있었다

ἐσκαλεύετε

(너희는) 흔들고 있었다

ἐσκάλευον

(그들은) 흔들고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐσκαλευόμην

(나는) 흔들려지고 있었다

ἐσκαλεύου

(너는) 흔들려지고 있었다

ἐσκαλεύετο

(그는) 흔들려지고 있었다

쌍수 ἐσκαλεύεσθον

(너희 둘은) 흔들려지고 있었다

ἐσκαλευέσθην

(그 둘은) 흔들려지고 있었다

복수 ἐσκαλευόμεθα

(우리는) 흔들려지고 있었다

ἐσκαλεύεσθε

(너희는) 흔들려지고 있었다

ἐσκαλεύοντο

(그들은) 흔들려지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ὡσ γὰρ ὄρνισ ἐν οἰκίᾳ πολλάκισ τροφῆσ παρακειμένησ εἰσ γωνίαν καταδῦσα σκαλεύει ἔνθα γέ που διαφαίνεθ’ ἅτ’ ἐν κοπρίῃ μία κριθὴ παραπλησίωσ οἱ πολυπράγμονεσ, ὑπερβάντεσ τοὺσ ἐν μέσῳ λόγουσ καὶ ἱστορίασ καὶ ἃ μηδεὶσ κωλύει πυνθάνεσθαι μηδ’ ἄχθεται πυνθανομένοισ, τὰ κρυπτόμενα καὶ λανθάνοντα κακὰ πάσησ οἰκίασ ἐκλέγουσι. (Plutarch, De curiositate, section 3 1:1)

    (플루타르코스, De curiositate, section 3 1:1)

  • ὡσ γὰρ ὄρνισ ἐν οἰκίᾳ πολλάκισ, τροφῆσ πολλῆσ παρακειμένησ, εἰσ γωνίαν καταδῦσα σκαλεύει ἔνθα γέ που διαφαίνεθ’ ἅτ’ ἐν κοπρίῃ μία κριθή· (Plutarch, De curiositate, section 3 1:1)

    (플루타르코스, De curiositate, section 3 1:1)

  • τὴν γῆν, μήτε πῦρ μαχαίρᾳ σκαλεύειν μήτε θέρμουσ ἐσθίειν μήτε παιδὶ ὑπὲρ τὰ ὀκτωκαίδεκα ἔτη πλησιάζειν τούτων γὰρ ἂν μεμνημένον ἐλπίδασ ἔχειν τῆσ εἰσ τὴν νῆσον ἀφίξεωσ. (Lucian, Verae Historiae, book 2 28:3)

    (루키아노스, Verae Historiae, book 2 28:3)

  • ’ πῦρ μαχαίρᾳ μὴ σκαλεύειν ἀντὶ τοῦ τεθυμωμένον ἄνδρα μὴ ἐριδαίνειν πῦρ γὰρ ὁ θυμόσ, ἡ δὲ ἔρισ μάχαιρα. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 10, book 10, chapter 772)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 10, book 10, chapter 772)

  • "πῦρ σιδήρῳ μὴ σκαλεύειν; (Plutarch, De liberis educandis, section 17 3:4)

    (플루타르코스, De liberis educandis, section 17 3:4)

유의어

  1. 흔들다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION