- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀμέριμνος?

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: amerimnos 고전 발음: [아메림노] 신약 발음: [아매림노]

기본형: ἀμέριμνος ἀμέριμνη ἀμέριμνον

형태분석: ἀμεριμν (어간) + ος (어미)

어원: μέριμνα

  1. 태연한, 근심없는, 태평한
  1. free from care, unconcerned
  2. uncared for, unheeded
  3. driving away care

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 ἀμέριμνος

태연한 (이)가

ἀμέρίμνη

태연한 (이)가

ἀμέριμνον

태연한 (것)가

속격 ἀμερίμνου

태연한 (이)의

ἀμέρίμνης

태연한 (이)의

ἀμερίμνου

태연한 (것)의

여격 ἀμερίμνῳ

태연한 (이)에게

ἀμέρίμνῃ

태연한 (이)에게

ἀμερίμνῳ

태연한 (것)에게

대격 ἀμέριμνον

태연한 (이)를

ἀμέρίμνην

태연한 (이)를

ἀμέριμνον

태연한 (것)를

호격 ἀμέριμνε

태연한 (이)야

ἀμέρίμνη

태연한 (이)야

ἀμέριμνον

태연한 (것)야

쌍수주/대/호 ἀμερίμνω

태연한 (이)들이

ἀμέρίμνα

태연한 (이)들이

ἀμερίμνω

태연한 (것)들이

속/여 ἀμερίμνοιν

태연한 (이)들의

ἀμέρίμναιν

태연한 (이)들의

ἀμερίμνοιν

태연한 (것)들의

복수주격 ἀμέριμνοι

태연한 (이)들이

ἀμέριμναι

태연한 (이)들이

ἀμέριμνα

태연한 (것)들이

속격 ἀμερίμνων

태연한 (이)들의

ἀμέριμνῶν

태연한 (이)들의

ἀμερίμνων

태연한 (것)들의

여격 ἀμερίμνοις

태연한 (이)들에게

ἀμέρίμναις

태연한 (이)들에게

ἀμερίμνοις

태연한 (것)들에게

대격 ἀμερίμνους

태연한 (이)들을

ἀμέρίμνας

태연한 (이)들을

ἀμέριμνα

태연한 (것)들을

호격 ἀμέριμνοι

태연한 (이)들아

ἀμέριμναι

태연한 (이)들아

ἀμέριμνα

태연한 (것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • τὸ γὰρ ἐνθυμηθῆναι περὶ αὐτῆς φρονήσεως τελειότης, καὶ ὁ ἀγρυπνήσας δἰ αὐτὴν ταχέως ἀμέριμνος ἔσται. (Septuagint, Liber Sapientiae 6:15)

    (70인역 성경, 지혜서 6:15)

  • φιλάνθρωπον, βέβαιον, ἀσφαλές, ἀμέριμνον, παντοδύναμον, πανεπίσκοπον καὶ διὰ πάντων χωροῦν πνευμάτων νοερῶν καθαρῶν λεπτοτάτων. (Septuagint, Liber Sapientiae 7:23)

    (70인역 성경, 지혜서 7:23)

  • ποῦ τοίνυν τὸ ἡδὺ τῆς κακίας ἐστίν, εἰ μηδαμοῦ τὸ ἀμέριμνον καὶ τὸ ἄλυπον μηδ αὐτάρκεια μηδ ἀταραξία μηδ ἡσυχία· (Plutarch, De virtute et vitio, chapter, section 31)

    (플루타르코스, De virtute et vitio, chapter, section 31)

  • ταῦθ ὑμῖν, ὦ ἑταῖροι, οὐκ ἀμερίμνως δοκῶ τὸν ἐρωτικὸν τοῦτον πεποιῆσθαι κατάλογον, οὐκ ὢν οὕτως ἐρωτομανὴς ὡς διαβάλλων μ εἴρηκεν ὁ Κύνουλκος, ἀλλ ἐρωτικὸς μὲν εἶναι ὁμολογῶ, ἐρωτομανὴς δὲ οὔ. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 13, book 13, chapter 72 3:1)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 13, book 13, chapter 72 3:1)

  • κεῖμαι δ, ἀμέριμνος οὕτως, ἀεὶ πυκιναῖς δρόσοις τεγγόμενος κόμας, λυγρᾶς μνήματα Τροίας. (Sophocles, Ajax, choral, strophe 23)

    (소포클레스, Ajax, choral, strophe 23)

  • οὐδ ὁ Ζεὺς ἀμέριμνος ἔχει χρυσόθρονον Ἥρην πολλάκι γοῦν αὐτὴν ῥῖψεν ἀπ ἀθανάτων, ἠέρι καὶ νεφέλῃσι μετῄορον: (Unknown, Greek Anthology, Volume III, book 9, chapter 165 1:1)

    (작자 미상, Greek Anthology, Volume III, book 9, chapter 165 1:1)

  • οὐκ ἀμέριμνος ἔσσεαι: (Unknown, Greek Anthology, Volume III, book 9, chapter 359 1:3)

    (작자 미상, Greek Anthology, Volume III, book 9, chapter 359 1:3)

  • ἐς ἐμὲ δὲ ἀποσκήψαντος τοῦ κακοῦ, καὶ ἀθρόως μοι τῶν δύο παίδων ἀποθανόντων, ἐπ ἐμαυτῷ μέν εἰμι βαρυσυμφορώτατος, ἐπὶ δὲ ὑμῖν ἀμέριμνος. (Appian, The Foreign Wars, chapter 20:14)

    (아피아노스, The Foreign Wars, chapter 20:14)

유의어

  1. uncared for

  2. driving away care

관련어

명사

형용사

동사

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION