- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀλάστορος?

1/2군 변화 형용사; 로마알파벳 전사: alastoros 고전 발음: [알라또로] 신약 발음: [알라또로]

기본형: ἀλάστορος ἀλάστορα ἀλάστορον

형태분석: (접두사) + λαστορ (어간) + ος (어미)

  1. under the influence of an a)la/stwr: suffering cruelly

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 ἀλάστορος

(이)가

ἀλάστόρα

(이)가

ἀλάστορον

(것)가

속격 ἀλαστόρου

(이)의

ἀλάστόρας

(이)의

ἀλαστόρου

(것)의

여격 ἀλαστόρῳ

(이)에게

ἀλάστόρᾳ

(이)에게

ἀλαστόρῳ

(것)에게

대격 ἀλάστορον

(이)를

ἀλάστόραν

(이)를

ἀλάστορον

(것)를

호격 ἀλάστορε

(이)야

ἀλάστόρα

(이)야

ἀλάστορον

(것)야

쌍수주/대/호 ἀλαστόρω

(이)들이

ἀλάστόρα

(이)들이

ἀλαστόρω

(것)들이

속/여 ἀλαστόροιν

(이)들의

ἀλάστόραιν

(이)들의

ἀλαστόροιν

(것)들의

복수주격 ἀλάστοροι

(이)들이

ἀλάστοραι

(이)들이

ἀλάστορα

(것)들이

속격 ἀλαστόρων

(이)들의

ἀλάστορῶν

(이)들의

ἀλαστόρων

(것)들의

여격 ἀλαστόροις

(이)들에게

ἀλάστόραις

(이)들에게

ἀλαστόροις

(것)들에게

대격 ἀλαστόρους

(이)들을

ἀλάστόρας

(이)들을

ἀλάστορα

(것)들을

호격 ἀλάστοροι

(이)들아

ἀλάστοραι

(이)들아

ἀλάστορα

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • δι ἧς ἵλεως ἡ δικαία καὶ πάτριος ἡμῶν πρόνοια τῷ ἔθνει γενηθεῖσα τιμωρήσειεν τὸν ἀλάστορα τύραννον. (Septuagint, Liber Maccabees IV 9:24)

    (70인역 성경, Liber Maccabees IV 9:24)

  • ὑπὲρ ὧν ἡ θεία δίκη μετῆλθε καὶ μετελεύσεται τὸν ἀλάστορα τύραννον. (Septuagint, Liber Maccabees IV 18:22)

    (70인역 성경, Liber Maccabees IV 18:22)

  • ὦ τέκνον τέκνον, αἰαῖ, κατάρχομαι γόων, βακχεῖον ἐξ ἀλάστορος ἀρτιμαθῆ νόμον. (Euripides, Hecuba, episode 1:3)

    (에우리피데스, Hecuba, episode 1:3)

  • ὦ Τυνδάρειον ἔρνος, οὔποτ εἶ Διός, πολλῶν δὲ πατέρων φημί ς ἐκπεφυκέναι, Ἀλάστορος μὲν πρῶτον, εἶτα δὲ Φθόνου, Φόνου τε Θανάτου θ ὅσα τε γῆ τρέφει κακά. (Euripides, The Trojan Women, episode, antistrophe 3 5:12)

    (에우리피데스, The Trojan Women, episode, antistrophe 3 5:12)

  • τίς αὐτὸν οὑπάγων ἀλαστόρων· (Euripides, Iphigenia in Aulis, episode, trochees36)

    (에우리피데스, Iphigenia in Aulis, episode, trochees36)

  • ἐγὼ κάκιστος ἦν ἄρ Ἀργείων ἀνήρ, ἐγὼ τὸ μηδέν, Μενέλεως δ ἐν ἀνδράσιν, ὡς οὐχὶ Πηλέως, ἀλλ ἀλάστορος γεγώς, εἴπερ φονεύει τοὐμὸν ὄνομα σῷ πόσει. (Euripides, Iphigenia in Aulis, episode, dialogue 2:1)

    (에우리피데스, Iphigenia in Aulis, episode, dialogue 2:1)

관련어

명사

형용사

동사

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION