Ancient Greek-English Dictionary Language

ἀκρώνυχος

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: ἀκρώνυχος ἀκρώνυχη ἀκρώνυχον

Structure: ἀκρωνυχ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: a)/kros, o)/nuc

Sense

  1. with nails at the extremities, the tips

Examples

  • ἱερὸσ δ’ ὄρνισ Ἄρεοσ, ὃν δρυοκολάπτην καλοῦσιν, ἐπιφοιτῶν καὶ προσκαθίζων ἀκρώνυχοσ, ἐν μέρει τῶν νηπίων ἑκατέρου στόμα τῇ χηλῇ διοίγων, ἐνετίθει ψώμισμα, τῆσ αὑτοῦ τροφῆσ ἀπομερίζων. (Plutarch, De fortuna Romanorum, section 8 3:2)
  • ἱερὸσ δ’ ὄρνισ Ἄρεοσ, ὃν δρυοκολάπτην καλοῦσιν, ἐπιφοιτῶν καὶ προσκαθίζων ἀκρώνυχοσ, ἐν μέρει τῶν νηπίων ἑκατέρου στόμα τῇ χηλῇ διοίγων, ἐνετίθει ψώμισμα, τῆσ αὑτοῦ τροφῆσ ἀπομερίζων. (Plutarch, De fortuna Romanorum, section 8 8:2)

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION