Ancient Greek-English Dictionary Language

ἀκρώνυχος

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: ἀκρώνυχος ἀκρώνυχη ἀκρώνυχον

Structure: ἀκρωνυχ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: a)/kros, o)/nuc

Sense

  1. with nails at the extremities, the tips

Examples

  • ἡμέρασ δὲ τῶν βαρβάρων τισ ἄλλωσ τὸν τόπον περιιὼν ὡσ εἶδε τοῦτο μὲν ἴχνη ποδῶν ἀκρώνυχα καὶ περιολισθήσεισ, τοῦτο δ’ ἀποτριβὰσ καὶ περικλάσεισ τῆσ ἐπιβλαστανούσησ τοῖσ γεώδεσι πόασ ὁλκούσ τε σώματοσ πλαγίουσ καὶ ἀπερείσεισ, ἔφραζε τοῖσ ἄλλοισ. (Plutarch, De fortuna Romanorum, section 12 4:2)
  • ἡμέρασ δὲ τῶν βαρβάρων τισ ἄλλωσ τὸν τόπον περιιὼν ὡσ εἶδε τοῦτο μὲν ἴχνη ποδῶν ἀκρώνυχα καὶ περιολισθήσεισ, τοῦτο δ’ ἀποτριβὰσ καὶ περικλάσεισ τῆσ ἐπιβλαστανούσησ τοῖσ γεώδεσι πόασ ὁλκούσ τε σώματοσ πλαγίουσ καὶ ἀπερείσεισ, ἔφραζε τοῖσ ἄλλοισ. (Plutarch, De fortuna Romanorum, section 12 12:2)
  • κυκλώσασ δ’ οὐ τόξα, χερὸσ δ’ ἀκρώνυχα δισσόν, κνίσμα πυρὸσ θραύσασ, εἰσ μὲ λαθὼν ἔβαλεν ἐκ δὲ φλόγεσ πάντῃ μοι ἐπέδραμον. (Unknown, Greek Anthology, Volume IV, book 12, chapter 822)

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION