ἀκηδέω
ε 축약 동사;
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
ἀκηδέω
형태분석:
ἀκηδέ
(어간)
+
ω
(인칭어미)
뜻
- to take no care for, no heed of
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- οὐδ’ ἐνόησε μετὰ φρεσίν, ὥσ οἱ ὀπίσσω ἀντὶ λίθου ἑὸσ υἱὸσ ἀνίκητοσ καὶ ἀκηδὴσ λείπεθ’, ὅ μιν τάχ’ ἔμελλε βίῃ καὶ χερσὶ δαμάσσασ τιμῆσ ἐξελάειν, ὃ δ’ ἐν ἀθανάτοισι ἀνάξειν. (Hesiod, Theogony, Book Th. 44:14)
(헤시오도스, 신들의 계보, Book Th. 44:14)
- ὡσ τοὔλαιον οἱ ἰατροί φασι τοῦ σώματοσ εἶναι τοῖσ μέν ἐκτὸσ ὠφελιμώτατον, τοῖσ δ’ ἐντὸσ βλαβερώτατον, οὕτωσ ὁ δίκαιοσ ἑτέροισ μέν ἐστι χρήσιμοσ, αὑτοῦ δὲ καὶ τῶν ἰδίων ἀκηδήσ, ἀλλ’ ἐοίκε ταύτῃ πεπηρῶσθαι τῷ ’ Ἀριστείδῃ τὸ πολιτικόν, εἴπερ, ὡσ οἱ πλεῖστοι λέγουσιν, οὐδὲ προῖκα τοῖσ θυγατρίοισ οὐδὲ ταφὴν αὐτῷ καταλιπέσθαι προὐνόησεν. (Plutarch, Comparison of Aristides with Marcus Cato, chapter 3 5:1)
(플루타르코스, Comparison of Aristides with Marcus Cato, chapter 3 5:1)
- "μαῖα φίλη, τὸν ξεῖνον ἐτιμήσασθ’ ἐνὶ οἴκῳ εὐνῇ καὶ σίτῳ, ἦ αὔτωσ κεῖται ἀκηδήσ; (Homer, Odyssey, Book 20 18:1)
(호메로스, 오디세이아, Book 20 18:1)
- ὃσ δ’ ἂν παίδων τε ἀκηδὴσ γένηται καί, τοῦ θέντοσ τὸν νόμον ἀμελήσασ, ἃ μήτε αὐτὸσ κατέθετο μήτε αὖ πατέρων τισ πατήρ, μὴ πείσασ τὸν θέμενον ἀνέληται, κάλλιστον νόμων διαφθείρων, ἁπλούστατον καὶ οὐδαμῇ ἀγεννοῦσ ἀνδρὸσ νομοθέτημα, ὃσ εἶπεν· (Plato, Laws, book 11 4:2)
(플라톤, Laws, book 11 4:2)
- μή πω μ’ ἐσ θρόνον ἵζε διοτρεφὲσ ὄφρά κεν Ἕκτωρ κεῖται ἐνὶ κλισίῃσιν ἀκηδήσ, ἀλλὰ τάχιστα λῦσον ἵν’ ὀφθαλμοῖσιν ἴδω· (Homer, Iliad, Book 24 52:2)
(호메로스, 일리아스, Book 24 52:2)
유의어
-
to take no care for
- φυλάσσω (신경쓰다, 주의하다)
- προτιμάω (돌보다, 신경쓰다, 보살피다)
- τηρέω (돌보다, 신경쓰다)
- εἰσοράω (돌보다, 신경쓰다)
- παρατηρέω (돌보다, 신경쓰다)
- ἐντρέπω (돌보다, 신경쓰다)
- ἀλέγω (돌보다, 주의하다, 존경하다)
- καταμελέω (to take no care of, to pay no heed, be heedless)
- ἀλεγίζω (돌보다, 신경쓰다, 보살피다)
- ἐμπάζομαι (돌보다, 신경쓰다, 보살피다)
- ὄθομαι (돌보다, 주의하다, 여기다)
- ἀφροντιστέω (to have no care of, pay no heed to)
- ἐπιτηδεύω (돌보다, 사용하다, 신경쓰다)
- ἀντιθεραπεύω (to take care of in return)
- προκήδομαι (돌보다, 신경쓰다, 지켜보다)
- ἱματιοφυλακέω (to take care of clothes)
- παιδοκομέω (to take care of a child)
- προνοέω (제공하다, 공급하다, 갖추다)
- προστατεύω (to provide or take care that . .)
- ἐπιμελέομαι (돌보다, 출석하다, 신경쓰다)