헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐπιμελέομαι

ε 축약 동사; 이상동사 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἐπιμελέομαι

형태분석: ἐπιμελέ (어간) + ομαι (인칭어미)

  1. 돌보다, 출석하다, 신경쓰다, 참석하다, 시중들다, 들어가다, 다니다, 수행하다
  1. to take care of, have charge of, have the management of, to take care that . ., to give heed, attend
  2. to be curator of

활용 정보

현재 시제

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπιμελοῦμαι

(나는) 돌본다

ἐπιμελεῖ, ἐπιμελῇ

(너는) 돌본다

ἐπιμελεῖται

(그는) 돌본다

쌍수 ἐπιμελεῖσθον

(너희 둘은) 돌본다

ἐπιμελεῖσθον

(그 둘은) 돌본다

복수 ἐπιμελούμεθα

(우리는) 돌본다

ἐπιμελεῖσθε

(너희는) 돌본다

ἐπιμελοῦνται

(그들은) 돌본다

접속법단수 ἐπιμελῶμαι

(나는) 돌보자

ἐπιμελῇ

(너는) 돌보자

ἐπιμελῆται

(그는) 돌보자

쌍수 ἐπιμελῆσθον

(너희 둘은) 돌보자

ἐπιμελῆσθον

(그 둘은) 돌보자

복수 ἐπιμελώμεθα

(우리는) 돌보자

ἐπιμελῆσθε

(너희는) 돌보자

ἐπιμελῶνται

(그들은) 돌보자

기원법단수 ἐπιμελοίμην

(나는) 돌보기를 (바라다)

ἐπιμελοῖο

(너는) 돌보기를 (바라다)

ἐπιμελοῖτο

(그는) 돌보기를 (바라다)

쌍수 ἐπιμελοῖσθον

(너희 둘은) 돌보기를 (바라다)

ἐπιμελοίσθην

(그 둘은) 돌보기를 (바라다)

복수 ἐπιμελοίμεθα

(우리는) 돌보기를 (바라다)

ἐπιμελοῖσθε

(너희는) 돌보기를 (바라다)

ἐπιμελοῖντο

(그들은) 돌보기를 (바라다)

명령법단수 ἐπιμελοῦ

(너는) 돌봐라

ἐπιμελείσθω

(그는) 돌봐라

쌍수 ἐπιμελεῖσθον

(너희 둘은) 돌봐라

ἐπιμελείσθων

(그 둘은) 돌봐라

복수 ἐπιμελεῖσθε

(너희는) 돌봐라

ἐπιμελείσθων, ἐπιμελείσθωσαν

(그들은) 돌봐라

부정사 ἐπιμελεῖσθαι

돌보는 것

분사 남성여성중성
ἐπιμελουμενος

ἐπιμελουμενου

ἐπιμελουμενη

ἐπιμελουμενης

ἐπιμελουμενον

ἐπιμελουμενου

미완료(Imperfect) 시제

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἠπιμελούμην

(나는) 돌보고 있었다

ἠπιμελοῦ

(너는) 돌보고 있었다

ἠπιμελεῖτο

(그는) 돌보고 있었다

쌍수 ἠπιμελεῖσθον

(너희 둘은) 돌보고 있었다

ἠπιμελείσθην

(그 둘은) 돌보고 있었다

복수 ἠπιμελούμεθα

(우리는) 돌보고 있었다

ἠπιμελεῖσθε

(너희는) 돌보고 있었다

ἠπιμελοῦντο

(그들은) 돌보고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • εἶπασ δὲ τοῖσ παισί σου. καταγάγετε αὐτὸν πρόσ με, καὶ ἐπιμελοῦμαι αὐτοῦ. (Septuagint, Liber Genesis 44:21)

    (70인역 성경, 창세기 44:21)

  • ἐπιμελοῦ τῶν ἐν τῷ πεδίῳ χλωρῶν καὶ κερεῖσ πόαν, καὶ σύναγε χόρτον ὀρεινόν, (Septuagint, Liber Proverbiorum 27:27)

    (70인역 성경, 잠언 27:27)

  • ἐὰν νοσῇσ αὐτόσ, ἐγὼ δὲ ἀμελῶ ἐὰν τῶν κατ’ οἶκον ἐπιμελεῖσθαι κελεύῃσ, ἐγὼ δὲ ὀλιγωρῶ ἐὰν τὰ κατ’ ἀγρὸν ἐπισκοπεῖν προστάττῃσ, ἐγὼ δὲ ὀκνῶ πάντα ταῦτα καὶ τὰ τοιαῦτα εὐλόγουσ ἔχει τὰσ προφάσεισ καὶ τὰσ μέμψεισ πατρικάσ. (Lucian, Abdicatus, (no name) 22:7)

    (루키아노스, Abdicatus, (no name) 22:7)

  • ἐβουλόμην μέν, ὦ ἄνδρεσ δικασταί, μὴ λίαν οὕτωσ Ἁγνόθεον πρὸσ χρήματ’ ἔχειν αἰσχρῶσ, ὥστε τοῖσ ἀλλοτρίοισ ἐπιβουλεύειν καὶ δίκασ τοιαύτασ λαγχάνειν, ἀλλ’ ὄντα γε οὖν ἀδελφιδοῦν ἐμὸν καὶ κύριον τῆσ πατρῴασ οὐσίασ οὐ μικρᾶσ ἀλλ’ ἱκανῆσ ὥστε καὶ λειτουργεῖν, ὑφ’ ἡμῶν αὐτῷ παραδοθείσησ, ταύτησ ἐπιμελεῖσθαι, τῶν δ’ ἐμῶν μὴ ἐπιθυμεῖν· (Dionysius of Halicarnassus, chapter 83)

    (디오니시오스, chapter 83)

  • ἀλλ’ ὄντα γε οὖν ἀδελφιδοῦν ἐμὸν καὶ κύριον τῆσ πατρῴασ οὐσίασ οὐ μικρᾶσ ἀλλ’ ἱκανῆσ, ὥστε καὶ λειτουργεῖν, ὑφ’ ἡμῶν αὐτῷ παραδοθείσησ, ταύτησ ἐπιμελεῖσθαι. (Dionysius of Halicarnassus, chapter 9 1:4)

    (디오니시오스, chapter 9 1:4)

유의어

  1. 돌보다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION