헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐπιστατέω

ε 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἐπιστατέω ἐπιστατήσω

형태분석: ἐπι (접두사) + στατέ (어간) + ω (인칭어미)

어원: e)pista/ths

  1. 지지하다, 지탱하다, 받치다, 받다, 먹이다
  2. 담당하다, 사회를 보다, 다스리다
  3. 있다, 돌보다, 함께하다
  1. to be set over, to stand by, to support, second
  2. to be in charge of, have the care of
  3. to be, President

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπιστάτω

(나는) 지지한다

ἐπιστάτεις

(너는) 지지한다

ἐπιστάτει

(그는) 지지한다

쌍수 ἐπιστάτειτον

(너희 둘은) 지지한다

ἐπιστάτειτον

(그 둘은) 지지한다

복수 ἐπιστάτουμεν

(우리는) 지지한다

ἐπιστάτειτε

(너희는) 지지한다

ἐπιστάτουσιν*

(그들은) 지지한다

접속법단수 ἐπιστάτω

(나는) 지지하자

ἐπιστάτῃς

(너는) 지지하자

ἐπιστάτῃ

(그는) 지지하자

쌍수 ἐπιστάτητον

(너희 둘은) 지지하자

ἐπιστάτητον

(그 둘은) 지지하자

복수 ἐπιστάτωμεν

(우리는) 지지하자

ἐπιστάτητε

(너희는) 지지하자

ἐπιστάτωσιν*

(그들은) 지지하자

기원법단수 ἐπιστάτοιμι

(나는) 지지하기를 (바라다)

ἐπιστάτοις

(너는) 지지하기를 (바라다)

ἐπιστάτοι

(그는) 지지하기를 (바라다)

쌍수 ἐπιστάτοιτον

(너희 둘은) 지지하기를 (바라다)

ἐπιστατοίτην

(그 둘은) 지지하기를 (바라다)

복수 ἐπιστάτοιμεν

(우리는) 지지하기를 (바라다)

ἐπιστάτοιτε

(너희는) 지지하기를 (바라다)

ἐπιστάτοιεν

(그들은) 지지하기를 (바라다)

명령법단수 ἐπιστᾶτει

(너는) 지지해라

ἐπιστατεῖτω

(그는) 지지해라

쌍수 ἐπιστάτειτον

(너희 둘은) 지지해라

ἐπιστατεῖτων

(그 둘은) 지지해라

복수 ἐπιστάτειτε

(너희는) 지지해라

ἐπιστατοῦντων, ἐπιστατεῖτωσαν

(그들은) 지지해라

부정사 ἐπιστάτειν

지지하는 것

분사 남성여성중성
ἐπιστατων

ἐπιστατουντος

ἐπιστατουσα

ἐπιστατουσης

ἐπιστατουν

ἐπιστατουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπιστάτουμαι

(나는) 지지된다

ἐπιστάτει, ἐπιστάτῃ

(너는) 지지된다

ἐπιστάτειται

(그는) 지지된다

쌍수 ἐπιστάτεισθον

(너희 둘은) 지지된다

ἐπιστάτεισθον

(그 둘은) 지지된다

복수 ἐπιστατοῦμεθα

(우리는) 지지된다

ἐπιστάτεισθε

(너희는) 지지된다

ἐπιστάτουνται

(그들은) 지지된다

접속법단수 ἐπιστάτωμαι

(나는) 지지되자

ἐπιστάτῃ

(너는) 지지되자

ἐπιστάτηται

(그는) 지지되자

쌍수 ἐπιστάτησθον

(너희 둘은) 지지되자

ἐπιστάτησθον

(그 둘은) 지지되자

복수 ἐπιστατώμεθα

(우리는) 지지되자

ἐπιστάτησθε

(너희는) 지지되자

ἐπιστάτωνται

(그들은) 지지되자

기원법단수 ἐπιστατοίμην

(나는) 지지되기를 (바라다)

ἐπιστάτοιο

(너는) 지지되기를 (바라다)

ἐπιστάτοιτο

(그는) 지지되기를 (바라다)

쌍수 ἐπιστάτοισθον

(너희 둘은) 지지되기를 (바라다)

ἐπιστατοίσθην

(그 둘은) 지지되기를 (바라다)

복수 ἐπιστατοίμεθα

(우리는) 지지되기를 (바라다)

ἐπιστάτοισθε

(너희는) 지지되기를 (바라다)

ἐπιστάτοιντο

(그들은) 지지되기를 (바라다)

명령법단수 ἐπιστάτου

(너는) 지지되어라

ἐπιστατεῖσθω

(그는) 지지되어라

쌍수 ἐπιστάτεισθον

(너희 둘은) 지지되어라

ἐπιστατεῖσθων

(그 둘은) 지지되어라

복수 ἐπιστάτεισθε

(너희는) 지지되어라

ἐπιστατεῖσθων, ἐπιστατεῖσθωσαν

(그들은) 지지되어라

부정사 ἐπιστάτεισθαι

지지되는 것

분사 남성여성중성
ἐπιστατουμενος

ἐπιστατουμενου

ἐπιστατουμενη

ἐπιστατουμενης

ἐπιστατουμενον

ἐπιστατουμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπιστατήσω

(나는) 지지하겠다

ἐπιστατήσεις

(너는) 지지하겠다

ἐπιστατήσει

(그는) 지지하겠다

쌍수 ἐπιστατήσετον

(너희 둘은) 지지하겠다

ἐπιστατήσετον

(그 둘은) 지지하겠다

복수 ἐπιστατήσομεν

(우리는) 지지하겠다

ἐπιστατήσετε

(너희는) 지지하겠다

ἐπιστατήσουσιν*

(그들은) 지지하겠다

기원법단수 ἐπιστατήσοιμι

(나는) 지지하겠기를 (바라다)

ἐπιστατήσοις

(너는) 지지하겠기를 (바라다)

ἐπιστατήσοι

(그는) 지지하겠기를 (바라다)

쌍수 ἐπιστατήσοιτον

(너희 둘은) 지지하겠기를 (바라다)

ἐπιστατησοίτην

(그 둘은) 지지하겠기를 (바라다)

복수 ἐπιστατήσοιμεν

(우리는) 지지하겠기를 (바라다)

ἐπιστατήσοιτε

(너희는) 지지하겠기를 (바라다)

ἐπιστατήσοιεν

(그들은) 지지하겠기를 (바라다)

부정사 ἐπιστατήσειν

지지할 것

분사 남성여성중성
ἐπιστατησων

ἐπιστατησοντος

ἐπιστατησουσα

ἐπιστατησουσης

ἐπιστατησον

ἐπιστατησοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπιστατήσομαι

(나는) 지지되겠다

ἐπιστατήσει, ἐπιστατήσῃ

(너는) 지지되겠다

ἐπιστατήσεται

(그는) 지지되겠다

쌍수 ἐπιστατήσεσθον

(너희 둘은) 지지되겠다

ἐπιστατήσεσθον

(그 둘은) 지지되겠다

복수 ἐπιστατησόμεθα

(우리는) 지지되겠다

ἐπιστατήσεσθε

(너희는) 지지되겠다

ἐπιστατήσονται

(그들은) 지지되겠다

기원법단수 ἐπιστατησοίμην

(나는) 지지되겠기를 (바라다)

ἐπιστατήσοιο

(너는) 지지되겠기를 (바라다)

ἐπιστατήσοιτο

(그는) 지지되겠기를 (바라다)

쌍수 ἐπιστατήσοισθον

(너희 둘은) 지지되겠기를 (바라다)

ἐπιστατησοίσθην

(그 둘은) 지지되겠기를 (바라다)

복수 ἐπιστατησοίμεθα

(우리는) 지지되겠기를 (바라다)

ἐπιστατήσοισθε

(너희는) 지지되겠기를 (바라다)

ἐπιστατήσοιντο

(그들은) 지지되겠기를 (바라다)

부정사 ἐπιστατήσεσθαι

지지될 것

분사 남성여성중성
ἐπιστατησομενος

ἐπιστατησομενου

ἐπιστατησομενη

ἐπιστατησομενης

ἐπιστατησομενον

ἐπιστατησομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπεστᾶτουν

(나는) 지지하고 있었다

ἐπεστᾶτεις

(너는) 지지하고 있었다

ἐπεστᾶτειν*

(그는) 지지하고 있었다

쌍수 ἐπεστάτειτον

(너희 둘은) 지지하고 있었다

ἐπεστατεῖτην

(그 둘은) 지지하고 있었다

복수 ἐπεστάτουμεν

(우리는) 지지하고 있었다

ἐπεστάτειτε

(너희는) 지지하고 있었다

ἐπεστᾶτουν

(그들은) 지지하고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπεστατοῦμην

(나는) 지지되고 있었다

ἐπεστάτου

(너는) 지지되고 있었다

ἐπεστάτειτο

(그는) 지지되고 있었다

쌍수 ἐπεστάτεισθον

(너희 둘은) 지지되고 있었다

ἐπεστατεῖσθην

(그 둘은) 지지되고 있었다

복수 ἐπεστατοῦμεθα

(우리는) 지지되고 있었다

ἐπεστάτεισθε

(너희는) 지지되고 있었다

ἐπεστάτουντο

(그들은) 지지되고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • γίγνεται δὲ εἰ τῷ τοῦ πρώτου στίχου λοχαγῷ ὁ τοῦ δευτέρου λοχαγὸσ ἐπισταθείη, τῷ δὲ τούτου ἐπιστάτῃ ὁ τοῦ δευτέρου λοχαγοῦ ἐπιστάτησ, καὶ ἐφεξῆσ οὕτωσ. (Arrian, chapter 7 2:2)

    (아리아노스, chapter 7 2:2)

  • παραστάτησ δὲ πᾶσ ὁ συζυγῶν ὀνομάζεται, λοχαγὸσ μὲν ὁ πρῶτοσ τῷ δευτέρῳ λοχαγῷ, ἐπιστάτησ δὲ ὁ πρῶτοσ τῷ δευτέρῳ ἐπιστάτῃ, καὶ τοῦτο ἐφεξῆσ ἔστε ἐπὶ τοὺσ οὐραγοὺσ τῶν λόχων. (Arrian, chapter 7 2:3)

    (아리아노스, chapter 7 2:3)

  • τῷ δὲ τούτου ἐπιστάτῃ οἱ τῶν ἄλλων λοχαγῶν ἐπιστάται, καὶ ἐφεξῆσ ὡσαύτωσ. (Arrian, chapter 22 4:1)

    (아리아노스, chapter 22 4:1)

  • τὸ βάθοσ δὲ διπλασιάζεται, εἰ ὁ δεύτεροσ λόχοσ τῷ πρώτῳ ἐπιταχθείη, ὥστε τὸν τοῦ δευτέρου λόχου λοχαγὸν ἐπιστάτην τοῦ πρώτου λοχαγοῦ γενέσθαι, τὸν δ̓ ἐπιστάτην τὸν πρῶτον τοῦ ἐκείνου ἐπιστάτου ἐπιστάτην γενέσθαι· (Arrian, chapter 25 12:1)

    (아리아노스, chapter 25 12:1)

  • ἐπεὶ δέ, τοῦ δεσπότου παρόντοσ ποτὲ καὶ θεωμένου, πᾶν τὸ μέτρον κατήρασεν, ἐμβλέψαντα καὶ διαγαγόντα τὴν προβοσκίδα τῶν κριθῶν ἀποδιαστῆσαι καὶ διαχωρίσαι τὸ μέροσ, ὡσ ἐνῆν λογιώτατα κατειπόντα τοῦ ἐπιστάτου τὴν ἀδικίαν· (Plutarch, De sollertia animalium, chapter, section 12 6:1)

    (플루타르코스, De sollertia animalium, chapter, section 12 6:1)

유의어

  1. 지지하다

  2. 담당하다

  3. 있다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION