- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

αἰσχρουργία?

형용사; 로마알파벳 전사: aischrourgia 고전 발음: [루:기아] 신약 발음: [기아]

기본형: αἰσχρουργία

어원: Ἔργω

  1. shameless conduct

예문

  • ἀλλ οὐκ ἐλάττω σοι ἡ Ἀλεξάνδρεια σύνοιδεν, οὐδὲ μὰ Δί ἐχρῆν δευτέραν τῆς Ἀντιοχείας κεκρίσθαι αὐτήν, ἀλλ ἥ τε ἀκολασία γυμνοτέρα καὶ ἡ αἰσχρουργία σοι ἐκεῖ ἐπιμανεστέρα καὶ τοὔνομα ἐπὶ τούτοις μεῖζον καὶ ἐπὶ πᾶσιν ἀκάλυπτος ἡ κεφαλή. (Lucian, Pseudologista, (no name) 18:2)

    (루키아노스, Pseudologista, (no name) 18:2)

  • πρῶτον <μὲν> γὰρ ὁ μὲν τῷ σπανίως ὁρᾶσθαι ἐσεμνύνετο, Ἀγησίλαος δὲ τῷ ἀεὶ ἐμφανὴς εἶναι ἠγάλλετο, νομίζων αἰσχρουργίᾳ μὲν τὸ ἀφανίζεσθαι πρέπειν, τῷ δὲ εἰς κάλλος βίῳ τὸ φῶς μᾶλλον κόσμον παρέχειν. (Xenophon, Minor Works, , chapter 9 2:2)

    (크세노폰, Minor Works, , chapter 9 2:2)

유의어

  1. shameless conduct

관련어

명사

형용사

동사

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION