Ancient Greek-English Dictionary Language

ἀφικάνω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ἀφικάνω

Structure: ἀπ (Prefix) + ἱκάν (Stem) + ω (Ending)

Etym.: only in present and imperfect

Sense

  1. to arrive at, to have come to

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἀφικάνω ἀφικάνεις ἀφικάνει
Dual ἀφικάνετον ἀφικάνετον
Plural ἀφικάνομεν ἀφικάνετε ἀφικάνουσιν*
SubjunctiveSingular ἀφικάνω ἀφικάνῃς ἀφικάνῃ
Dual ἀφικάνητον ἀφικάνητον
Plural ἀφικάνωμεν ἀφικάνητε ἀφικάνωσιν*
OptativeSingular ἀφικάνοιμι ἀφικάνοις ἀφικάνοι
Dual ἀφικάνοιτον ἀφικανοίτην
Plural ἀφικάνοιμεν ἀφικάνοιτε ἀφικάνοιεν
ImperativeSingular ἀφίκανε ἀφικανέτω
Dual ἀφικάνετον ἀφικανέτων
Plural ἀφικάνετε ἀφικανόντων, ἀφικανέτωσαν
Infinitive ἀφικάνειν
Participle MasculineFeminineNeuter
ἀφικανων ἀφικανοντος ἀφικανουσα ἀφικανουσης ἀφικανον ἀφικανοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἀφικάνομαι ἀφικάνει, ἀφικάνῃ ἀφικάνεται
Dual ἀφικάνεσθον ἀφικάνεσθον
Plural ἀφικανόμεθα ἀφικάνεσθε ἀφικάνονται
SubjunctiveSingular ἀφικάνωμαι ἀφικάνῃ ἀφικάνηται
Dual ἀφικάνησθον ἀφικάνησθον
Plural ἀφικανώμεθα ἀφικάνησθε ἀφικάνωνται
OptativeSingular ἀφικανοίμην ἀφικάνοιο ἀφικάνοιτο
Dual ἀφικάνοισθον ἀφικανοίσθην
Plural ἀφικανοίμεθα ἀφικάνοισθε ἀφικάνοιντο
ImperativeSingular ἀφικάνου ἀφικανέσθω
Dual ἀφικάνεσθον ἀφικανέσθων
Plural ἀφικάνεσθε ἀφικανέσθων, ἀφικανέσθωσαν
Infinitive ἀφικάνεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
ἀφικανομενος ἀφικανομενου ἀφικανομενη ἀφικανομενης ἀφικανομενον ἀφικανομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to arrive at

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION