Ancient Greek-English Dictionary Language

ἀδάματος

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ἀδάματος ἀδάματη ἀδάματον

Structure: ἀ (Prefix) + δαματ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: = a)da/mastos

Sense

  1. unconquered, unwedded

Examples

  • Κάδμοσ ἔμολε τάνδε γᾶν Τύριοσ, ᾧ τετρασκελὴσ μόσχοσ ἀδάματον πέσημα δίκε τελεσφόρον διδοῦσα χρησμόν, οὗ κατοικίσαι πεδία νιν τὸ θέσφατον πυροφόρα δόμων ἔχρη, καλλιπόταμοσ ὕδατοσ ἵνα τε νοτὶσ ἐπέρχεται γύασ, Δίρκασ χλοηφόρουσ καὶ βαθυσπόρουσ γύασ· (Euripides, Phoenissae, choral, strophe 11)
  • διὰ θεῶν πόλιν νεμόμεθ’ ἀδάματον, δυσμενέων δ’ ὄχλον πύργοσ ἀποστέγει. (Aeschylus, Seven Against Thebes, choral, strophe 31)
  • σπέρμα σεμνᾶσ μέγα ματρὸσ εὐνὰσ ἀνδρῶν, ἒ ἔ, ἄγαμον ἀδάματον ἐκφυγεῖν. (Aeschylus, Suppliant Women, choral, ephymnion 21)
  • σπέρμα σεμνᾶσ μέγα ματρὸσ εὐνὰσ ἀνδρῶν, ἒ ἔ, ἄγαμον ἀδάματον ἐκφυγεῖν. (Aeschylus, Suppliant Women, choral, ephymnion 21)
  • σέβασ δ’ ἄμαχον ἀδάματον ἀπόλεμον τὸ πρὶν δι’ ὤτων φρενόσ τε δαμίασ περαῖνον νῦν ἀφίσταται. (Aeschylus, Libation Bearers, choral, antistrophe 21)
  • ἰὼ σκότου νέφοσ ἐμὸν ἀπότροπον, ἐπιπλόμενον ἄφατον, ἀδάματόν τε καὶ δυσούριστον ὄν. (Sophocles, Oedipus Tyrannus, choral, strophe 11)

Synonyms

  1. unconquered

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION