Ancient Greek-English Dictionary Language

Σικελικός

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: Σικελικός Σικελική Σικελικόν

Structure: Σικελικ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: from Sikeli/a

Sense

  1. Sicilian

Examples

  • σίτου δὲ ἐνεβάλλοντο εἰσ τὴν ναῦν μυριάδασ ἕξ, ταρίχων δὲ Σικελικῶν κεράμια μύρια, ἐρεῶν τάλαντα δισμύρια, καὶ ἕτερα δὲ φορτία δισμύρια. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 5, book 5, chapter 441)
  • Σιληνὸσ δ’ ὁ Καλακτῖνοσ ἐν τρίτῳ Σικελικῶν περὶ Συρακούσασ φησὶν κῆπον εἶναι πολυτελῶσ κατεσκευασμένον ὃν καλεῖσθαι Μῦθον, ἐν ᾧ χρηματίζειν ̔ Ιἕρωνα τὸν βασιλέα, ἡ δὲ Πανορμῖτισ τῆσ Σικελίασ πᾶσα κῆποσ προσαγορεύεται διὰ τὸ πᾶσα εἶναι πλήρησ δένδρων ἡμέρων, ὥσ φησιν Καλλίασ ἐν ὀγδόῃ τῶν περὶ Ἀγαθοκλέα Ἱστοριῶν. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 12, book 12, chapter 59 2:2)
  • ἐν δὲ Δορκίδι ἢ Ποππυζούσῃ θηλυκῶσ εἴρηκε καὶ ὅτι αἱ Σικελικαὶ διάφοροί εἰσι περιστερὰσ ἔνδον τρέφω τῶν Σικελικῶν τούτων πάνυ κομψάσ. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 9, book 9, chapter 51 3:1)
  • Νίκανδροσ δὲ ἐν δευτέρῳ Γεωργικῶν τῶν Σικελικῶν μνημονεύων πελειάδων φησί· (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 9, book 9, chapter 51 4:2)
  • θύννων τε λευκῶν Σικελικῶν ὑπήτρια· (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 9, book 9, chapter 60 1:4)

Synonyms

  1. Sicilian

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION