Ancient Greek-English Dictionary Language

Σικελικός

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: Σικελικός Σικελική Σικελικόν

Structure: Σικελικ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: from Sikeli/a

Sense

  1. Sicilian

Examples

  • "ὅτι δὲ Αἰσχύλοσ διατρίψασ ἐν Σικελίᾳ πολλαῖσ κέχρηται φωναῖσ Σικελικαῖσ οὐδὲν θαυμαστόν. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 9, book 9, chapter 64 1:19)
  • οὗτοι δὲ τῶν καιρῶν ὑστερηκότεσ ἄλλο μὲν οὐδὲν ἔπραξαν μνήμησ ἄξιον, τριήρεσι δὲ Σικελικαῖσ περιτυχόντεσ, ἃσ Διονύσιοσ ἦν ἀπεσταλκὼσ Λακεδαιμονίοισ ἐπὶ συμμαχίαν, ὧν ἡγοῦντο Κισσίδησ καὶ Κρίνιπποσ, αὐτάνδρουσ εἷλαν, οὔσασ ἐννέα· (Diodorus Siculus, Library, book xv, chapter 47 8:2)

Synonyms

  1. Sicilian

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION