헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

Πελασγός

2군 변화 명사; 남성 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: Πελασγός Πελασγοῦ

형태분석: Πελασγ (어간) + ος (어미)

어원: (어원이 불명확함.)

  1. a Pelasgian

곡용 정보

2군 변화

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • "θυσίασ κοινῆσ τοῖσ Πελασγοῖσ γινομένησ ἀναγγεῖλαί τινα τῷ Πελασγῷ ἄνδρα, ᾧ ὄνομα ἦν Πέλωροσ, διότι ἐν τῇ Αἱμονίᾳ σεισμῶν μεγάλων γενομένων ῥαγείη τὰ Τέμπη ὄρη ὀνομαζόμενα καὶ διότι διὰ τοῦ διαστήματοσ ὁρμῆσαν τὸ τῆσ λίμνησ ὕδωρ ἐμβάλλοι εἰσ τὸ τοῦ Πηνειοῦ ῥεῖθρον, καὶ τὴν πρότερον λιμνάζουσαν χώραν ἅπασαν γεγυμνῶσθαι καὶ ἀναξηραινομένων τῶν ὑδάτων πεδία θαυμαστὰ τῷ μεγέθει καὶ τῷ κάλλει ἀναφαίνεσθαι. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 14, book 14, chapter 45 1:1)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 14, book 14, chapter 45 1:1)

  • εἰκὸσ δὲ ἔχει τοῦ λόγου καὶ ἄλλουσ ὁμοῦ τῷ Πελασγῷ μηδὲ αὐτὸν Πελασγὸν γενέσθαι μόνον· (Pausanias, Description of Greece, , chapter 1 7:2)

    (파우사니아스, Description of Greece, , chapter 1 7:2)

유의어

  1. a Pelasgian

관련어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION