- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

Πελασγός?

2군 변화 명사; 남성 로마알파벳 전사: Pelasgos 고전 발음: [뻴라] 신약 발음: [뺄라]

기본형: Πελασγός Πελασγοῦ

형태분석: Πελασγ (어간) + ος (어미)

어원: (어원이 불명확함.)

  1. a Pelasgian

곡용 정보

2군 변화

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ παρήγοντο Ἀσπασία καὶ Διοτίμα καὶ Θαργηλία συνηγορήσουσαι αὐτῷ, καί τις Ἀκαδημαϊκὸς εὐνοῦχος ἐκ Πελασγῶν τελῶν,^ ὀλίγον πρὸ ἡμῶν εὐδοκιμήσας ἐν τοῖς Ἕλλησιν. (Lucian, Eunuchus, (no name) 7:2)

    (루키아노스, Eunuchus, (no name) 7:2)

  • μάχῃ μὲν οὖν ἂν οὐχ ὑπερβαλοίμεθα Πελασγὸν Ἄργος: (Euripides, episode, iambic 20:5)

    (에우리피데스, episode, iambic 20:5)

  • ψήφῳ Πελασγῶν σὸν κασίγνητον θανεῖν καὶ σέ, ὦ τάλαιν, ἔδοξε τῇδ ἐν ἡμέρᾳ. (Euripides, episode13)

    (에우리피데스, episode13)

  • ὦ γῆν Ἰνάχου κεκτημένοι, πάλαι Πελασγοί, Δαναΐδαι δεύτερον, ὑμῖν ἀμύνων οὐδὲν ἧσσον ἢ πατρὶ ἔκτεινα μητέρ. (Euripides, episode 7:3)

    (에우리피데스, episode 7:3)

  • Μυκηνίδες ὦ φίλαι, τὰ πρῶτα κατὰ Πελασγὸν ἕδος Ἀργείων. (Euripides, choral, strophe 11)

    (에우리피데스, choral, strophe 11)

  • τοῦ γηγενοῦς γάρ εἰμ ἐγὼ Παλαίχθονος ἶνις Πελασγός, τῆσδε γῆς ἀρχηγέτης. (Aeschylus, Suppliant Women, episode 3:10)

    (아이스킬로스, 탄원하는 여인들, episode 3:10)

  • οἴκησις δὲ καὶ διπλῆ πάρα τὴν μὲν Πελασγός, τὴν δὲ καὶ πόλις διδοῖ, οἰκεῖν λάτρων ἄτερθεν: (Aeschylus, Suppliant Women, episode, trochees13)

    (아이스킬로스, 탄원하는 여인들, episode, trochees13)

  • Νιόβης δὲ καὶ Διός ᾗ πρώτῃ γυναικὶ Ζεὺς θνητῇ ἐμίγη παῖς Ἄργος ἐγένετο, ὡς δὲ Ἀκουσίλαός φησι, καὶ Πελασγός, ἀφ οὗ κληθῆναι τοὺς τὴν Πελοπόννησον οἰκοῦντας Πελασγούς. (Apollodorus, Library and Epitome, book 2, chapter 1 1:6)

    (아폴로도로스, Library and Epitome, book 2, chapter 1 1:6)

  • Ὧδε στὰς ὁ Πελασγὸς ἐπ Ἀλφειῷ ποκα πύκτας τὸν Πολυδεύκειον χερσὶν ἔφανε νόμον, ἆμος ἐκαρύχθη νικαφόρος: (Unknown, Elegy and Iambus, Volume II, , mixed meters130)

    (작자 미상, 비가, , mixed meters130)

  • ταύτης δὲ υἱὸς καὶ Διὸς, ὡς λέγεται, Πελασγός: (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, book 1, chapter 11 3:4)

    (디오니시오스, Antiquitates Romanae, book 1, chapter 11 3:4)

유의어

  1. a Pelasgian

관련어

명사

형용사

동사

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION