δοῦπος?
2군 변화 명사; 남성
로마알파벳 전사: doupos
고전 발음: [두:뽀스]
신약 발음: [두뽀스]
기본형:
δοῦπος
어원: The form γδουπέω, connects the word with κτύπος.
뜻
- any dead, heavy sound, a thud, the measured tread, the hum, the roar
- οὔπω κεῖθεν ἐήν δολιχὸς πλόος, οὐδέ γαλήνης δηρὸν ἐρεσσομένων ἠκούετο δοῦπος ἐρετμῶν, καὶ χθονὸς εὐκόλποισιν ἐπ ἠιόνεσσι βαλόντες πείσματα νηὸς ἔδησαν, ὅσοις ἁλὸς ἔργα μεμήλει. (Colluthus, Rape of Helen, book 1112)
(콜루토스, Rape of Helen, book 1112)
- περὶ δ ἰάχε γαῖα μέλαινα ὑμνεύσαις, ἐρατὸς δὲ ποδῶν ὕπο δοῦπος ὀρώρει νισσομένων πατέρ εἰς ὅν: (Hesiod, Theogony, Book Th. 9:5)
(헤시오도스, 신들의 계보, Book Th. 9:5)
- τοῖος γάρ κε μέγας ὑπὸ δοῦπος ὀρώρει τῆς μὲν ἐρειπομένης, τοῦ δ ὑψόθεν ἐξεριπόντος: (Hesiod, Theogony, Book Th. 67:9)
(헤시오도스, 신들의 계보, Book Th. 67:9)
- τόσσος δοῦπος ἔγεντο θεῶν ἔριδι ξυνιόντων. (Hesiod, Theogony, Book Th. 67:10)
(헤시오도스, 신들의 계보, Book Th. 67:10)
- ἀλλὰ διπλῆς γὰρ τῆσδε μαράγνης δοῦπος ἱκνεῖται: (Aeschylus, Libation Bearers, choral, anapests3)
(아이스킬로스, Libation Bearers, choral, anapests3)