헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

παρακελεύομαι

비축약 동사; 이상동사 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: παρακελεύομαι

형태분석: παρα (접두사) + κελεύ (어간) + ομαι (인칭어미)

  1. 주다, 충고하다, 명령하다, 연회를 베풀다, 있다, 조언하다, 지시하다
  2. 간청하다, 말하다, 설득하다, 주장하다, 권고하다
  1. to order, to, advise, prescribe, to give, advice
  2. to exhort, having delivered, address, to encourage one another by shouting
  3. orders had been given

활용 정보

현재 시제

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρακελεύομαι

(나는) 준다

παρακελεύει, παρακελεύῃ

(너는) 준다

παρακελεύεται

(그는) 준다

쌍수 παρακελεύεσθον

(너희 둘은) 준다

παρακελεύεσθον

(그 둘은) 준다

복수 παρακελευόμεθα

(우리는) 준다

παρακελεύεσθε

(너희는) 준다

παρακελεύονται

(그들은) 준다

접속법단수 παρακελεύωμαι

(나는) 주자

παρακελεύῃ

(너는) 주자

παρακελεύηται

(그는) 주자

쌍수 παρακελεύησθον

(너희 둘은) 주자

παρακελεύησθον

(그 둘은) 주자

복수 παρακελευώμεθα

(우리는) 주자

παρακελεύησθε

(너희는) 주자

παρακελεύωνται

(그들은) 주자

기원법단수 παρακελευοίμην

(나는) 주기를 (바라다)

παρακελεύοιο

(너는) 주기를 (바라다)

παρακελεύοιτο

(그는) 주기를 (바라다)

쌍수 παρακελεύοισθον

(너희 둘은) 주기를 (바라다)

παρακελευοίσθην

(그 둘은) 주기를 (바라다)

복수 παρακελευοίμεθα

(우리는) 주기를 (바라다)

παρακελεύοισθε

(너희는) 주기를 (바라다)

παρακελεύοιντο

(그들은) 주기를 (바라다)

명령법단수 παρακελεύου

(너는) 주어라

παρακελευέσθω

(그는) 주어라

쌍수 παρακελεύεσθον

(너희 둘은) 주어라

παρακελευέσθων

(그 둘은) 주어라

복수 παρακελεύεσθε

(너희는) 주어라

παρακελευέσθων, παρακελευέσθωσαν

(그들은) 주어라

부정사 παρακελεύεσθαι

주는 것

분사 남성여성중성
παρακελευομενος

παρακελευομενου

παρακελευομενη

παρακελευομενης

παρακελευομενον

παρακελευομενου

미완료(Imperfect) 시제

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρεκελευόμην

(나는) 주고 있었다

παρεκελεύου

(너는) 주고 있었다

παρεκελεύετο

(그는) 주고 있었다

쌍수 παρεκελεύεσθον

(너희 둘은) 주고 있었다

παρεκελευέσθην

(그 둘은) 주고 있었다

복수 παρεκελευόμεθα

(우리는) 주고 있었다

παρεκελεύεσθε

(너희는) 주고 있었다

παρεκελεύοντο

(그들은) 주고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ὅσ ἐστιν ὑμῶν ἀφρονέστατοσ, ἐκκλινάτω πρόσ με καὶ τοῖσ ἐνδεέσι φρονήσεωσ παρακελεύομαι λέγουσα. (Septuagint, Liber Proverbiorum 9:16)

    (70인역 성경, 잠언 9:16)

  • ὁπόταν γὰρ τὸ πνεῦμα καταιγίσαν πλαγίᾳ τῇ ὀθόνῃ ἐμπέσῃ καὶ τὸ κῦμα ὑψηλὸν ἀρθῇ, τότε ὑμεῖσ μὲν ὑπ’ ἀγνοίασ κελεύετε τὴν ὀθόνην στεῖλαι ἢ ἐνδοῦναι ὀλίγον τοῦ ποδὸσ ἢ συνεκδραμεῖν τῷ πνεύματι, ἐγὼ δὲ τὴν ἡσυχίαν ἄγειν παρακελεύομαι ὑμῖν αὐτὸσ γὰρ εἰδέναι τὸ βέλτιον. (Lucian, Contemplantes, (no name) 3:2)

    (루키아노스, Contemplantes, (no name) 3:2)

  • παρακελεύεται δὲ καὶ καρτερεῖν ἐπὶ τοῖσ παροῦσι καὶ θαρρεῖν περὶ τῶν μελλόντων, ἐπισταμένουσ ὅτι τὰσ τοιαύτασ συμφορὰσ αἱ πόλεισ ἐπανορθοῦνται πολιτείᾳ χρηστῇ καὶ πολέμων ἐμπειρίαισ, ἐν οἷσ προεῖχεν ἡ Σπάρτη τῶν ἄλλων πόλεων. (Dionysius of Halicarnassus, De Isocrate, chapter 9 2:1)

    (디오니시오스, De Isocrate, chapter 9 2:1)

  • ἄλλοσ καταφρονεῖν χρημάτων παρεκελεύετο καὶ ἀδιάφορον οἰέσθαι τὴν κτῆσιν αὐτῶν ὁ δέ τισ ἔμπαλιν ἀγαθὸν εἶναι καὶ τὸν πλοῦτον ἀπεφαίνετο. (Lucian, Necyomantia, (no name) 4:6)

    (루키아노스, Necyomantia, (no name) 4:6)

  • ἐκ δὴ τούτων παρακελεύομαι τοῖσ ἀναγινώσκουσιν αὐτὸν τὴν μὲν εὑρ́εσιν τῶν ἐνθυμημάτων καὶ τὴν κρίσιν ζηλοῦν, τὴν δὲ τάξιν καὶ τὴν ἐργασίαν αὐτῶν, ἐνδεεστέραν οὖσαν τοῦ προσήκοντοσ, μὴ ἀποδέχεσθαι τοῦ ἀνδρόσ, ἀλλὰ παρ’ ἑτέρων, οἳ κρείττουσ οἰκονομῆσαι τὰ εὑρεθέντα ἐγένοντο, περὶ ὧν ὕστερον ἐρῶ, τοῦτο τὸ στοιχεῖον λαμβάνειν. (Dionysius of Halicarnassus, chapter 15 2:5)

    (디오니시오스, chapter 15 2:5)

  • ἐπεὶ δέ σε ὁρῶ ἔξοινον ἤδη γεγενημένον ‐ οὕτωσ δ’ εἴρηκε τὸν μεθύσην Ἄλεξισ ἐν Εἰσοικιζομένῳ παύσομαί σε ἐρεσχηλῶν καὶ τοῖσ παισὶ παρακελεύομαι κατὰ τὸν Σοφοκλέα, ὃσ ἐν Συνδείπνοισ φησί· (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 15, book 15, chapter 33 3:5)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 15, book 15, chapter 33 3:5)

  • παρακελεύομαι δὲ τῇ συνθέσει πιστεύοντασ ἀνδρείωσ πάνυ καὶ τεθαρρηκότωσ αὐτὰ ἐκφέρειν Ὁμήρῳ τε παραδείγματι χρώμενοσ, παρ’ ᾧ καὶ τὰ εὐτελέστατα κεῖται τῶν ὀνομάτων, καὶ Δημοσθένει καὶ Ἡροδότῳ καὶ τοῖσ ἄλλοισ, ὧν ὀλίγον ὕστερον μνησθήσομαι καθ’ ὅ τι ἂν ἁρμόττῃ περὶ ἑκάστου. (Dionysius of Halicarnassus, De Compositione Verborum, chapter 1223)

    (디오니시오스, De Compositione Verborum, chapter 1223)

유의어

  1. 주다

  2. 간청하다

  3. orders had been given

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION