헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

παρακατέχω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: παρακατέχω παρακαθέξω

형태분석: παρα (접두사) + κατ (접두사) + έ̓χ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 제한하다, 붙잡다, 규제하다, 지체하게 하다
  1. to keep back, restrain, detain

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρακατέχω

(나는) 제한한다

παρακατέχεις

(너는) 제한한다

παρακατέχει

(그는) 제한한다

쌍수 παρακατέχετον

(너희 둘은) 제한한다

παρακατέχετον

(그 둘은) 제한한다

복수 παρακατέχομεν

(우리는) 제한한다

παρακατέχετε

(너희는) 제한한다

παρακατέχουσιν*

(그들은) 제한한다

접속법단수 παρακατέχω

(나는) 제한하자

παρακατέχῃς

(너는) 제한하자

παρακατέχῃ

(그는) 제한하자

쌍수 παρακατέχητον

(너희 둘은) 제한하자

παρακατέχητον

(그 둘은) 제한하자

복수 παρακατέχωμεν

(우리는) 제한하자

παρακατέχητε

(너희는) 제한하자

παρακατέχωσιν*

(그들은) 제한하자

기원법단수 παρακατέχοιμι

(나는) 제한하기를 (바라다)

παρακατέχοις

(너는) 제한하기를 (바라다)

παρακατέχοι

(그는) 제한하기를 (바라다)

쌍수 παρακατέχοιτον

(너희 둘은) 제한하기를 (바라다)

παρακατεχοίτην

(그 둘은) 제한하기를 (바라다)

복수 παρακατέχοιμεν

(우리는) 제한하기를 (바라다)

παρακατέχοιτε

(너희는) 제한하기를 (바라다)

παρακατέχοιεν

(그들은) 제한하기를 (바라다)

명령법단수 παρακατέχε

(너는) 제한해라

παρακατεχέτω

(그는) 제한해라

쌍수 παρακατέχετον

(너희 둘은) 제한해라

παρακατεχέτων

(그 둘은) 제한해라

복수 παρακατέχετε

(너희는) 제한해라

παρακατεχόντων, παρακατεχέτωσαν

(그들은) 제한해라

부정사 παρακατέχειν

제한하는 것

분사 남성여성중성
παρακατεχων

παρακατεχοντος

παρακατεχουσα

παρακατεχουσης

παρακατεχον

παρακατεχοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρακατέχομαι

(나는) 제한된다

παρακατέχει, παρακατέχῃ

(너는) 제한된다

παρακατέχεται

(그는) 제한된다

쌍수 παρακατέχεσθον

(너희 둘은) 제한된다

παρακατέχεσθον

(그 둘은) 제한된다

복수 παρακατεχόμεθα

(우리는) 제한된다

παρακατέχεσθε

(너희는) 제한된다

παρακατέχονται

(그들은) 제한된다

접속법단수 παρακατέχωμαι

(나는) 제한되자

παρακατέχῃ

(너는) 제한되자

παρακατέχηται

(그는) 제한되자

쌍수 παρακατέχησθον

(너희 둘은) 제한되자

παρακατέχησθον

(그 둘은) 제한되자

복수 παρακατεχώμεθα

(우리는) 제한되자

παρακατέχησθε

(너희는) 제한되자

παρακατέχωνται

(그들은) 제한되자

기원법단수 παρακατεχοίμην

(나는) 제한되기를 (바라다)

παρακατέχοιο

(너는) 제한되기를 (바라다)

παρακατέχοιτο

(그는) 제한되기를 (바라다)

쌍수 παρακατέχοισθον

(너희 둘은) 제한되기를 (바라다)

παρακατεχοίσθην

(그 둘은) 제한되기를 (바라다)

복수 παρακατεχοίμεθα

(우리는) 제한되기를 (바라다)

παρακατέχοισθε

(너희는) 제한되기를 (바라다)

παρακατέχοιντο

(그들은) 제한되기를 (바라다)

명령법단수 παρακατέχου

(너는) 제한되어라

παρακατεχέσθω

(그는) 제한되어라

쌍수 παρακατέχεσθον

(너희 둘은) 제한되어라

παρακατεχέσθων

(그 둘은) 제한되어라

복수 παρακατέχεσθε

(너희는) 제한되어라

παρακατεχέσθων, παρακατεχέσθωσαν

(그들은) 제한되어라

부정사 παρακατέχεσθαι

제한되는 것

분사 남성여성중성
παρακατεχομενος

παρακατεχομενου

παρακατεχομενη

παρακατεχομενης

παρακατεχομενον

παρακατεχομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρακαθέξω

(나는) 제한하겠다

παρακαθέξεις

(너는) 제한하겠다

παρακαθέξει

(그는) 제한하겠다

쌍수 παρακαθέξετον

(너희 둘은) 제한하겠다

παρακαθέξετον

(그 둘은) 제한하겠다

복수 παρακαθέξομεν

(우리는) 제한하겠다

παρακαθέξετε

(너희는) 제한하겠다

παρακαθέξουσιν*

(그들은) 제한하겠다

기원법단수 παρακαθέξοιμι

(나는) 제한하겠기를 (바라다)

παρακαθέξοις

(너는) 제한하겠기를 (바라다)

παρακαθέξοι

(그는) 제한하겠기를 (바라다)

쌍수 παρακαθέξοιτον

(너희 둘은) 제한하겠기를 (바라다)

παρακαθεξοίτην

(그 둘은) 제한하겠기를 (바라다)

복수 παρακαθέξοιμεν

(우리는) 제한하겠기를 (바라다)

παρακαθέξοιτε

(너희는) 제한하겠기를 (바라다)

παρακαθέξοιεν

(그들은) 제한하겠기를 (바라다)

부정사 παρακαθέξειν

제한할 것

분사 남성여성중성
παρακαθεξων

παρακαθεξοντος

παρακαθεξουσα

παρακαθεξουσης

παρακαθεξον

παρακαθεξοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρακαθέξομαι

(나는) 제한되겠다

παρακαθέξει, παρακαθέξῃ

(너는) 제한되겠다

παρακαθέξεται

(그는) 제한되겠다

쌍수 παρακαθέξεσθον

(너희 둘은) 제한되겠다

παρακαθέξεσθον

(그 둘은) 제한되겠다

복수 παρακαθεξόμεθα

(우리는) 제한되겠다

παρακαθέξεσθε

(너희는) 제한되겠다

παρακαθέξονται

(그들은) 제한되겠다

기원법단수 παρακαθεξοίμην

(나는) 제한되겠기를 (바라다)

παρακαθέξοιο

(너는) 제한되겠기를 (바라다)

παρακαθέξοιτο

(그는) 제한되겠기를 (바라다)

쌍수 παρακαθέξοισθον

(너희 둘은) 제한되겠기를 (바라다)

παρακαθεξοίσθην

(그 둘은) 제한되겠기를 (바라다)

복수 παρακαθεξοίμεθα

(우리는) 제한되겠기를 (바라다)

παρακαθέξοισθε

(너희는) 제한되겠기를 (바라다)

παρακαθέξοιντο

(그들은) 제한되겠기를 (바라다)

부정사 παρακαθέξεσθαι

제한될 것

분사 남성여성중성
παρακαθεξομενος

παρακαθεξομενου

παρακαθεξομενη

παρακαθεξομενης

παρακαθεξομενον

παρακαθεξομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρακάτηχον

(나는) 제한하고 있었다

παρακάτηχες

(너는) 제한하고 있었다

παρακάτηχεν*

(그는) 제한하고 있었다

쌍수 παρακατῆχετον

(너희 둘은) 제한하고 있었다

παρακατήχετην

(그 둘은) 제한하고 있었다

복수 παρακατῆχομεν

(우리는) 제한하고 있었다

παρακατῆχετε

(너희는) 제한하고 있었다

παρακάτηχον

(그들은) 제한하고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρακατήχομην

(나는) 제한되고 있었다

παρακατῆχου

(너는) 제한되고 있었다

παρακατῆχετο

(그는) 제한되고 있었다

쌍수 παρακατῆχεσθον

(너희 둘은) 제한되고 있었다

παρακατήχεσθην

(그 둘은) 제한되고 있었다

복수 παρακατήχομεθα

(우리는) 제한되고 있었다

παρακατῆχεσθε

(너희는) 제한되고 있었다

παρακατῆχοντο

(그들은) 제한되고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • "περιγράφειν δεῖ τὴν πολλὴν βρῶσιν καὶ μάλιστα τῶν ἐχόντων ὅλκιμόν τι καὶ γλίσχρον, οἱο͂ν ᾠῶν, βολβῶν, ἀκροκωλίων, κοχλιῶν καὶ τῶν ὁμοίων, ἐπιμένει γὰρ τῇ κοιλίᾳ πλείονασ χρόνουσ καὶ ἐμπλεκόμενα παρακατέχει τὰ ὑγρά. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 2, book 2, chapter 52199)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 2, book 2, chapter 52199)

  • ἐν ἀπορρήτοισ δὲ τῇ βουλῇ προεῖπεν, ὡσ αὐτὸσ μὲν μετά τινων ἄλλων πορεύσεται πρεσβευτὴσ εἰσ Λακεδαίμονα, διδάξων τοὺσ Λακεδαιμονίουσ περὶ τοῦ τειχισμοῦ, τοῖσ δὲ ἄρχουσι παρήγγειλεν, ὅταν ἐκ Λακεδαίμονοσ ἔλθωσι πρέσβεισ εἰσ τὰσ Ἀθήνασ, παρακατέχειν αὐτούσ, ἑώσ ἂν αὐτὸσ ἐκ τῆσ Λακεδαίμονοσ ἀνακάμψῃ, ἐν τοσούτῳ δὲ πανδημεὶ τειχίζειν τὴν πόλιν, καὶ τούτῳ τῷ τρόπῳ κρατήσειν αὐτοὺσ ἀπεφαίνετο τῆσ προθέσεωσ. (Diodorus Siculus, Library, book xi, chapter 39 6:1)

    (디오도로스 시켈로스, Library, book xi, chapter 39 6:1)

  • ὁ δὲ Πτολεμαῖοσ, παραγενομένων τῶν πρέσβεων, ἐβουλεύετο μὲν παρακατέχειν τὸν Ἀνδρόμαχον, ἐλπίζων αὐτῷ χρήσεσθαι πρὸσ καιρόν, διὰ τὸ τά τε πρὸσ τὸν Ἀντίοχον ἄκριτα μένειν αὐτῷ, καὶ τὸ τὸν Ἀχαιὸν ἀναδεδειχότα προσφάτωσ αὑτὸν βασιλέα πραγμάτων εἶναι κύριον ἱκανῶν τινων· (Polybius, Histories, book 4, chapter 51 3:1)

    (폴리비오스, Histories, book 4, chapter 51 3:1)

유의어

  1. 제한하다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION