Ancient Greek-English Dictionary Language

δίνω

Non-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: δίνω

Structure: δίν (Stem) + ω (Ending)

Etym.: only in pres.

Sense

  1. to thresh out on the

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular δίνω δίνεις δίνει
Dual δίνετον δίνετον
Plural δίνομεν δίνετε δίνουσιν*
SubjunctiveSingular δίνω δίνῃς δίνῃ
Dual δίνητον δίνητον
Plural δίνωμεν δίνητε δίνωσιν*
OptativeSingular δίνοιμι δίνοις δίνοι
Dual δίνοιτον δινοίτην
Plural δίνοιμεν δίνοιτε δίνοιεν
ImperativeSingular δίνε δινέτω
Dual δίνετον δινέτων
Plural δίνετε δινόντων, δινέτωσαν
Infinitive δίνειν
Participle MasculineFeminineNeuter
δινων δινοντος δινουσα δινουσης δινον δινοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular δίνομαι δίνει, δίνῃ δίνεται
Dual δίνεσθον δίνεσθον
Plural δινόμεθα δίνεσθε δίνονται
SubjunctiveSingular δίνωμαι δίνῃ δίνηται
Dual δίνησθον δίνησθον
Plural δινώμεθα δίνησθε δίνωνται
OptativeSingular δινοίμην δίνοιο δίνοιτο
Dual δίνοισθον δινοίσθην
Plural δινοίμεθα δίνοισθε δίνοιντο
ImperativeSingular δίνου δινέσθω
Dual δίνεσθον δινέσθων
Plural δίνεσθε δινέσθων, δινέσθωσαν
Infinitive δίνεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
δινομενος δινομενου δινομενη δινομενης δινομενον δινομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to thresh out on the

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION