ζηλωτής
1군 변화 명사; 남성
자동번역
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
ζηλωτής
ζηλωτοῦ
형태분석:
ζηλωτ
(어간)
+
ης
(어미)
뜻
- 경쟁자, 겨루는 사람, 따라하는 사람
- emulator, zealous admirer or follower
- zealot
곡용 정보
1군 변화
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- "ὑμᾶσ δ’ οὖν αὖθισ ἐρήσομαι, δέξαισθ’ ἂν ὑμῶν τοὺσ παῖδασ ζηλωτὰσ τοῦ τοιούτου γενέσθαι; (Lucian, De morte Peregrini, (no name) 9:64)
(루키아노스, De morte Peregrini, (no name) 9:64)
- Ἕρμιπποσ ’ ἐν α περὶ νομοθετῶν τῶν μονομαχούντων εὑρετὰσ ἀποφαίνει Μαντινεῖσ Δημώνακτοσ ἑνὸσ τῶν πολιτῶν συμβουλεύσαντοσ, καὶ ζηλωτὰσ τούτων γενέσθαι Κυρηναίουσ. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 4, book 4, chapter 41 1:1)
(아테나이오스, The Deipnosophists, Book 4, book 4, chapter 41 1:1)
- ἀγγείλασ τοίνυν πρῶτοσ τὴν τῆσ πόλεωσ νίκην ὑμῖν καὶ τὴν τῶν παίδων τῶν ὑμετέρων κατόρθωσιν, πρώτην ταύτην ὑμᾶσ ἀπαιτῶ χάριν, τὴν τοῦ σώματοσ σωτηρίαν, οὐ μισόδημοσ ὤν, ὥσ φησιν ὁ κατήγοροσ, ἀλλὰ μισοπόνηροσ, οὐδὲ τοὺσ Δημοσθένουσ ὑμᾶσ οὐκ ἐῶν προγόνουσ μιμεῖσθαι, οὐ γὰρ εἰσίν, ἀλλὰ τῶν καλῶν καὶ τῇ πόλει σωτηρίων βουλευμάτων ζηλωτὰσ εἶναι παρακαλῶν. (Aeschines, Speeches, , section 171 1:1)
(아이스키네스, 연설, , section 171 1:1)
- καὶ σχεδὸν ὅσοι πώποτε ἐν Ἕλλησιν ἢ βαρβάροισ γεγόνασι βασιλεῖσ οὐκ ἀνάξιοι τυγχάνειν ταύτησ τῆσ προσηγορίασ, τοῦ θεοῦ τούτου μαθητάσ τε καὶ ζηλωτὰσ ὁ λόγοσ αὐτοὺσ ἀποφαίνεται. (Dio, Chrysostom, Orationes, 45:2)
(디오, 크리소토모스, 연설, 45:2)
- ζηλωτὰσ ἡμᾶσ κατασκεύασον σεαυτοῦ ὡσ Σωκράτησ ἑαυτοῦ. (Epictetus, Works, book 3, 34:1)
(에픽테토스, Works, book 3, 34:1)