- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ζηλωτής?

1군 변화 명사; 남성 자동번역 로마알파벳 전사: zēlōtēs 고전 발음: [델:로:떼:] 신약 발음: [젤로떼]

기본형: ζηλωτής ζηλωτοῦ

형태분석: ζηλωτ (어간) + ης (어미)

  1. 경쟁자, 겨루는 사람, 따라하는 사람
  1. emulator, zealous admirer or follower
  2. zealot

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 ζηλωτής

경쟁자가

ζηλωτά

경쟁자들이

ζηλωταί

경쟁자들이

속격 ζηλωτοῦ

경쟁자의

ζηλωταῖν

경쟁자들의

ζηλωτῶν

경쟁자들의

여격 ζηλωτῇ

경쟁자에게

ζηλωταῖν

경쟁자들에게

ζηλωταῖς

경쟁자들에게

대격 ζηλωτήν

경쟁자를

ζηλωτά

경쟁자들을

ζηλωτάς

경쟁자들을

호격 ζηλωτά

경쟁자야

ζηλωτά

경쟁자들아

ζηλωταί

경쟁자들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • οὐ προσκυνήσεις αὐτοῖς, οὐδὲ μὴ λατρεύσεις αὐτοῖς. ἐγὼ γάρ εἰμι Κύριος ὁ Θεός σου, Θεὸς ζηλωτής, ἀποδιδοὺς ἁμαρτίας πατέρων ἐπὶ τέκνα, ἕως τρίτης καὶ τετάρτης γενεᾶς τοῖς μισοῦσί με (Septuagint, Liber Exodus 20:5)

    (70인역 성경, 탈출기 20:5)

  • οὐ γὰρ μὴ προσκυνήσητε θεοῖς ἑτέροις. ὁ γὰρ Κύριος ὁ Θεὸς ζηλωτὸν ὄνομα, Θεὸς ζηλωτής ἐστι. (Septuagint, Liber Exodus 34:14)

    (70인역 성경, 탈출기 34:14)

  • ὅτι Κύριος ὁ Θεός σου πῦρ καταναλίσκον ἐστί, Θεὸς ζηλωτής. (Septuagint, Liber Deuteronomii 4:24)

    (70인역 성경, 신명기 4:24)

  • οὐ προσκυνήσεις αὐτοῖς οὐδὲ μὴ λατρεύσῃς αὐτοῖς, ὅτι ἐγώ εἰμι Κύριος ὁ Θεός σου, Θεὸς ζηλωτής, ἀποδιδοὺς ἁμαρτίας πατέρων ἐπὶ τέκνα ἐπὶ τρίτην καὶ τετάρτην γενεὰν τοῖς μισοῦσί με. (Septuagint, Liber Deuteronomii 5:9)

    (70인역 성경, 신명기 5:9)

  • ὅτι ὁ Θεὸς ζηλωτὴς Κύριος ὁ Θεός σου ἐν σοί, μὴ ὀργισθεὶς θυμῷ Κύριος ὁ Θεός σού σοι ἐξολοθρεύσῃ σε ἀπὸ προσώπου τῆς γῆς. (Septuagint, Liber Deuteronomii 6:15)

    (70인역 성경, 신명기 6:15)

유의어

  1. zealot

관련어

명사

형용사

동사

부사

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION