Ancient Greek-English Dictionary Language

χρησμολόγος

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: χρησμολόγος χρησμολόγον

Structure: χρησμολογ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: le/gw

Sense

  1. uttering oracles, divining, a soothsayer, diviner
  2. an expounder of oracles, an oracle-monger

Examples

  • "ἆρα φαυλότεροσ χρησμολόγοσ ὁ Βάκισ τῆσ Σιβύλλησ εἶναι; (Lucian, De morte Peregrini, (no name) 9:96)
  • ὁ δ’ ὡσ ἅπαξ τῶν ἐν Ἰταλίᾳ πραγμάτων ἐλάβετο, μείζω ἀεὶ προσεπενόει καὶ πάντοσε τῆσ Ῥωμαίων ἀρχῆσ ἔπεμπε χρησμολόγουσ, ταῖσ πόλεσι προλέγων λοιμοὺσ καὶ πυρκαϊὰσ φυλάσσεσθαι καὶ σεισμούσ· (Lucian, Alexander, (no name) 36:1)
  • οὐ μὰ Δί’ ἀλλ’ Ιἑροκλέησ οὗτόσ γέ πού ’σθ’ ὁ χρησμολόγοσ οὑξ Ὠρεοῦ. (Aristophanes, Peace, Lyric-Scene, iambics13)
  • χρησμολόγῳ δ’ οὐδεὶσ ἐδίδου κώθωνα φαεινόν. (Aristophanes, Peace, Lyric-Scene, dactyls22)
  • χρησμολόγοσ. (Aristophanes, Birds, Lyric-Scene, iambics15)
  • ὑπὲρ δὲ τῶν εἴκοσιν ἐτῶν, ὅτι βιώσῃ τοσαῦτα, πότερον ὁ διδάσκαλόσ σου καθυπέσχετο, οὐ μόνον σοφόσ, ἀλλὰ καὶ μαντικὸσ ὢν ἢ χρησμολόγοσ τισ ἢ ὅσοι τὰσ Χαλδαίων μεθόδουσ ἐπίστανται; (Lucian, 13:7)
  • ἦν δὲ Διοπείθησ ἀνὴρ χρησμολόγοσ ἐν Σπάρτῃ, μαντειῶν τε παλαιῶν ὑπόπλεωσ καὶ δοκῶν περὶ τὰ θεῖα σοφὸσ εἶναι καὶ περιττόσ. (Plutarch, Agesilaus, chapter 3 3:3)

Synonyms

  1. uttering oracles

  2. an expounder of oracles

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION