- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

χόρτασμα?

3군 변화 명사; 중성 자동번역 로마알파벳 전사: chortasma 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: χόρτασμα χόρτασματος

형태분석: χορτασματ (어간)

  1. 사료, 꼴, 음식, 목초지
  1. fodder, forage: food for men

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 χόρτασμα

사료가

χορτάσματε

사료들이

χορτάσματα

사료들이

속격 χορτάσματος

사료의

χορτασμάτοιν

사료들의

χορτασμάτων

사료들의

여격 χορτάσματι

사료에게

χορτασμάτοιν

사료들에게

χορτάσμασι(ν)

사료들에게

대격 χόρτασμα

사료를

χορτάσματε

사료들을

χορτάσματα

사료들을

호격 χόρτασμα

사료야

χορτάσματε

사료들아

χορτάσματα

사료들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ εἶπεν αὐτῷ. καὶ ἄχυρα καὶ χορτάσματα πολλὰ παῤ ἡμῖν καὶ τόπος τοῦ καταλῦσαι. (Septuagint, Liber Genesis 24:25)

    (70인역 성경, 창세기 24:25)

  • εἰσῆλθε δὲ ὁ ἄνθρωπος εἰς τὴν οἰκίαν καὶ ἀπέσαξε τὰς καμήλους καὶ ἔδωκεν ἄχυρα καὶ χορτάσματα ταῖς καμήλοις καὶ ὕδωρ νίψασθαι τοῖς ποσὶν αὐτοῦ καὶ τοῖς ποσὶ τῶν ἀνδρῶν τῶν μετ᾿ αὐτοῦ. (Septuagint, Liber Genesis 24:32)

    (70인역 성경, 창세기 24:32)

  • λύσας δὲ εἷς τὸν μάρσιππον αὐτοῦ δοῦναι χορτάσματα τοῖς ὄνοις αὐτοῦ, οὗ κατέλυσαν, καὶ εἶδε τὸν δεσμὸν τοῦ ἀργυρίου αὐτοῦ, καὶ ἦν ἐπάνω τοῦ στόματος τοῦ μαρσίππου. (Septuagint, Liber Genesis 42:27)

    (70인역 성경, 창세기 42:27)

  • καὶ ἤνεγκεν ὕδωρ νίψαι τοὺς πόδας αὐτῶν καὶ ἔδωκε χορτάσματα τοῖς ὄνοις αὐτῶν. (Septuagint, Liber Genesis 43:23)

    (70인역 성경, 창세기 43:23)

  • καὶ δώσει χορτάσματα ἐν τοῖς ἀγροῖς σου τοῖς κτήνεσί σου. (Septuagint, Liber Deuteronomii 11:15)

    (70인역 성경, 신명기 11:15)

유의어

  1. 사료

관련어

명사

형용사

동사

부사

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION