- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

χαμαίζηλος?

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: chamaizēlos 고전 발음: [카마델:로] 신약 발음: [카매젤로]

기본형: χαμαίζηλος χαμαίζηλον

형태분석: χαμαιζηλ (어간) + ος (어미)

  1. 피그미의, 난쟁이의, 소인의
  1. seeking the ground, low-growing, dwarf, a low seat, stool
  2. of low estate

곡용 정보

1/2군 변화
남/여성 중성
단수주격 χαμαίζηλος

피그미의 (이)가

χαμαίζηλον

피그미의 (것)가

속격 χαμαιζήλου

피그미의 (이)의

χαμαιζήλου

피그미의 (것)의

여격 χαμαιζήλῳ

피그미의 (이)에게

χαμαιζήλῳ

피그미의 (것)에게

대격 χαμαίζηλον

피그미의 (이)를

χαμαίζηλον

피그미의 (것)를

호격 χαμαίζηλε

피그미의 (이)야

χαμαίζηλον

피그미의 (것)야

쌍수주/대/호 χαμαιζήλω

피그미의 (이)들이

χαμαιζήλω

피그미의 (것)들이

속/여 χαμαιζήλοιν

피그미의 (이)들의

χαμαιζήλοιν

피그미의 (것)들의

복수주격 χαμαίζηλοι

피그미의 (이)들이

χαμαίζηλα

피그미의 (것)들이

속격 χαμαιζήλων

피그미의 (이)들의

χαμαιζήλων

피그미의 (것)들의

여격 χαμαιζήλοις

피그미의 (이)들에게

χαμαιζήλοις

피그미의 (것)들에게

대격 χαμαιζήλους

피그미의 (이)들을

χαμαίζηλα

피그미의 (것)들을

호격 χαμαίζηλοι

피그미의 (이)들아

χαμαίζηλα

피그미의 (것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • "ἀφεὶς δὲ αὖ τοὺς τηλικούτους καὶ τοιούτους ἄνδρας καὶ πράξεις λαμπρὰς καὶ λόγους σεμνοὺς καὶ σχῆμα εὐπρεπὲς καὶ τιμὴν καὶ δόξαν καὶ ἔπαινον καὶ προεδρίας καὶ δύναμιν καὶ ἀρχὰς καὶ τὸ ἐπὶ λόγοις εὐδοκιμεῖν καὶ τὸ ἐπὶ συνέσει εὐδαιμονίζεσθαι, χιτώνιόν τι πιναρὸν ἐνδύσῃ καὶ σχῆμα δουλοπρεπὲς ἀναλήψῃ καὶ μοχλία καὶ γλυφεῖα καὶ κοπέας καὶ κολαπτῆρας ἐν ταῖν χεροῖν ἕξεις κάτω νενευκὼς εἰς τὸ ἔργον, χαμαιπετὴς καὶ χαμαίζηλος καὶ πάντα τρόπον ταπεινός, ἀνακύπτων δὲ οὐδέποτε οὐδὲ ἀνδρῶδες οὐδὲ ἐλεύθερον οὐδὲν ἐπινοῶν, ἀλλὰ τὰ μὲν ἔργα ὅπως εὔρυθμα καὶ εὐσχήμονα ἔσται σοι προνοῶν, ὅπως δὲ αὐτὸς εὔρυθμός τε καὶ κόσμιος ἔσῃ, ἥκιστα πεφροντικώς, ἀλλ ἀτιμότερον ποιῶν σεαυτὸν λίθων. (Lucian, Somnium sive vita Luciani, (no name) 8:13)

    (루키아노스, Somnium sive vita Luciani, (no name) 8:13)

  • οἱο῀ν εἴ τινες ἅμα βαδίζοιεν, ὁ μὲν μέγιστος, ὁ δὲ πάνυ τῇ ἡλικίᾳ χαμαίζηλος, εἶτα δεήσειεν ἀπισῶσαι αὐτοὺς ὡς μὴ ὑπερέχειν θατέρου τὸν ἕτερον, οὐ τοῦ βραχυτέρου ὑπερανατεινομένου τοῦτο γένοιτ ἄν, κἂν ὅτι μάλιστα ἀκροποδητὶ ἐπεγείρῃ ἑαυτόν: (Lucian, Pro imaginibus, (no name) 13:3)

    (루키아노스, Pro imaginibus, (no name) 13:3)

  • τῶν μικρῶν ἐστι καὶ χαμαιζήλων φυτῶν, ὧν ἐπιόντα τοὺς βλαστοὺς τὰ βοσκήματα κολούει καὶ ἀδικεῖ καὶ λυμαίνεται τὴν αὔξησιν: (Plutarch, Quaestiones Graecae, section 102)

    (플루타르코스, Quaestiones Graecae, section 102)

  • παρὰ τὴν κλίνην ἐπὶ χαμαιζήλου τινός, ὁ δὲ ἐπὶ πολὺ ὑψηλοτέρου ἢ ἐγώ. (Plato, Euthyphro, Apology, Crito, Phaedo, 539:1)

    (플라톤, Euthyphro, Apology, Crito, Phaedo, 539:1)

  • εἰμὶ χαμαίζηλον ζῴων μέλος: (Unknown, Greek Anthology, Volume V, book 14, chapter 1051)

    (작자 미상, Greek Anthology, Volume V, book 14, chapter 1051)

  • τὰ δ ἀκάνθινα ὑφαίνεται καὶ ἐν Καππαδοκίᾳ, φέρει δ οὐ δένδρον τὴν ἄκανθαν ἐξ ἧς ὁ φλοιός, ἀλλὰ χαμαίζηλος ἡ βοτάνη. (Strabo, Geography, book 3, chapter 5 20:5)

    (스트라본, 지리학, book 3, chapter 5 20:5)

관련어

명사

형용사

동사

부사

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION