헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

χεῖλος

3군 변화 명사; 중성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: χεῖλος χείλους

형태분석: χειλο (어간) + ς (어미)

  1. 입술, 귀
  2. 부리, 닭의 부리
  3. 가, 시울, 가장자리, 테두리, 경계
  4. 해안, 연안, 물가
  1. lip
  2. mouth of any animal: snout, beak
  3. edge, brink, brim, rim
  4. shore, or a river or sea

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 χεῖλος

입술이

χείλει

입술들이

χείλη

입술들이

속격 χείλους

입술의

χείλοιν

입술들의

χειλέων

입술들의

여격 χείλει

입술에게

χείλοιν

입술들에게

χείλεσιν*

입술들에게

대격 χεῖλος

입술을

χείλει

입술들을

χείλη

입술들을

호격 χεῖλος

입술아

χείλει

입술들아

χείλη

입술들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ὥνεκά μοι λασία μὲν ὀφρῦσ ἐπὶ παντὶ μετώπῳ ἐξ ὠτὸσ τέταται ποτὶ θὥτερον ὦσ μία μακρά, εἷσ δ’ ὀφθαλμὸσ ἔπεστι, πλατεῖα δὲ ῥὶσ ἐπὶ χείλει. (Theocritus, Idylls, 16)

    (테오크리토스, Idylls, 16)

  • χερμάδα δὲ % ψαλμῶν σφαῖρον ποτὸν ἁρ́παγι χείλει ἔφθανε μαιμάσσων λαοτίνακτον ὕδωρ. (Unknown, Greek Anthology, Volume III, book 9, chapter 272 1:1)

    (작자 미상, Greek Anthology, Volume III, book 9, chapter 272 1:1)

  • πολλῶν δὲ πρὸσ αὐτὸν αὐτομολούντων ὁ μὲν Ἀντίγονοσ ἐπιστήσασ τῷ χείλει τοῦ ποταμοῦ τοξότασ καὶ σφενδονήτασ καὶ πολλὰ τῶν ὀξυβελικῶν τοὺσ προσπλέοντασ ἐν τοῖσ κοντωτοῖσ ἀνέστελλε· (Diodorus Siculus, Bibliotheca Historica, Books XVIII-XX, book 20, chapter 75 3:1)

    (디오도로스 시켈로스, Bibliotheca Historica, Books XVIII-XX, book 20, chapter 75 3:1)

  • οὐδέ οἱ ἵπποι τόλμων ὠκύποδεσ, μάλα δὲ χρεμέτιζον ἐπ’ ἄκρῳ χείλει ἐφεσταότεσ· (Homer, Iliad, Book 12 4:11)

    (호메로스, 일리아스, Book 12 4:11)

  • καθοπλίζουσι δὲ καὶ τὰσ γυναῖκασ, ὁρίζοντεσ αὐταῖσ τεταγμένην ἡλικίαν, ὧν ταῖσ πλείσταισ νόμιμόν ἐστι χαλκοῦν κρίκον φέρειν ἐν τῷ χείλει τοῦ στόματοσ. (Diodorus Siculus, Bibliotheca Historica, book 3, chapter 8 4:2)

    (디오도로스 시켈로스, Bibliotheca Historica, book 3, chapter 8 4:2)

  • οὐ γὰρ ἰδὼν σέο κάλλοσ, ἀπείργετο χείλεα μῖξαι χείλεϊ σῷ, ῥοδέων ἁβροτέρῳ καλύκων, Τάνταλοσ ἀκριτόδακρυσ, ὑπερτέλλοντα δὲ πέτρον δείδιεν ἀλλὰ θανεῖν δεύτερον οὐ δύναται. (Unknown, Greek Anthology, book 5, chapter 2362)

    (작자 미상, Greek Anthology, book 5, chapter 2362)

  • πάλιν δ’ ἐγώ, οἱᾶ́ τε τισ φώρ, χείλεϊ φειδομένῳ τὴν ἑτέρην ἐφίλουν, ζῆλον ὑποκλέπτων τῆσ γείτονοσ, ἧσ τὸν ἔλεγχον καὶ τὰσ λυσιπόθουσ ἔτρεμον ἀγγελίασ. (Unknown, Greek Anthology, book 5, chapter 2693)

    (작자 미상, Greek Anthology, book 5, chapter 2693)

유의어

  1. 입술

  2. 해안

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION