헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ὑποκρούω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ὑποκρούω ὑποκρούσω

형태분석: ὑπο (접두사) + κρού (어간) + ω (인칭어미)

  1. 방해하다, 중단시키다, 가로막다
  2. 공격하다, 습격하다, 기습하다
  1. to strike gently, to beat time, give the time
  2. to break in upon, interrupt
  3. to find fault with, attack

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ὑποκρούω

ὑποκρούεις

ὑποκρούει

쌍수 ὑποκρούετον

ὑποκρούετον

복수 ὑποκρούομεν

ὑποκρούετε

ὑποκρούουσιν*

접속법단수 ὑποκρούω

ὑποκρούῃς

ὑποκρούῃ

쌍수 ὑποκρούητον

ὑποκρούητον

복수 ὑποκρούωμεν

ὑποκρούητε

ὑποκρούωσιν*

기원법단수 ὑποκρούοιμι

ὑποκρούοις

ὑποκρούοι

쌍수 ὑποκρούοιτον

ὑποκρουοίτην

복수 ὑποκρούοιμεν

ὑποκρούοιτε

ὑποκρούοιεν

명령법단수 ὑποκρούε

ὑποκρουέτω

쌍수 ὑποκρούετον

ὑποκρουέτων

복수 ὑποκρούετε

ὑποκρουόντων, ὑποκρουέτωσαν

부정사 ὑποκρούειν

분사 남성여성중성
ὑποκρουων

ὑποκρουοντος

ὑποκρουουσα

ὑποκρουουσης

ὑποκρουον

ὑποκρουοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ὑποκρούομαι

ὑποκρούει, ὑποκρούῃ

ὑποκρούεται

쌍수 ὑποκρούεσθον

ὑποκρούεσθον

복수 ὑποκρουόμεθα

ὑποκρούεσθε

ὑποκρούονται

접속법단수 ὑποκρούωμαι

ὑποκρούῃ

ὑποκρούηται

쌍수 ὑποκρούησθον

ὑποκρούησθον

복수 ὑποκρουώμεθα

ὑποκρούησθε

ὑποκρούωνται

기원법단수 ὑποκρουοίμην

ὑποκρούοιο

ὑποκρούοιτο

쌍수 ὑποκρούοισθον

ὑποκρουοίσθην

복수 ὑποκρουοίμεθα

ὑποκρούοισθε

ὑποκρούοιντο

명령법단수 ὑποκρούου

ὑποκρουέσθω

쌍수 ὑποκρούεσθον

ὑποκρουέσθων

복수 ὑποκρούεσθε

ὑποκρουέσθων, ὑποκρουέσθωσαν

부정사 ὑποκρούεσθαι

분사 남성여성중성
ὑποκρουομενος

ὑποκρουομενου

ὑποκρουομενη

ὑποκρουομενης

ὑποκρουομενον

ὑποκρουομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • Νόμοι τῶν ῥητόρων ἐάν τισ λέγῃ ἐν τῇ βουλῇ ἢ ἐν τῷ δήμῳ μὴ περὶ τοῦ εἰσφερομένου, ἢ μὴ χωρὶσ περὶ ἑκάστου, ἢ δὶσ περὶ τοῦ αὐτοῦ ὁ αὐτὸσ τῆσ αὐτῆσ, ἢ λοιδορῆται, ἢ κακῶσ ἀγορεύῃ τινά, ἢ ὑποκρούῃ, ἢ χρηματιζόντων μεταξὺ ἀνεστηκὼσ λέγῃ περί του μὴ ἐπὶ τοῦ βήματοσ, ἢ παρακελεύηται, ἢ ἕλκῃ τὸν ἐπιστάτην, ἀφειμένησ τῆσ ἐκκλησίασ ἢ τῆσ βουλῆσ κυριευέτωσαν οἱ πρόεδροι μέχρι πεντήκοντα δραχμῶν καθ’ ἕκαστον ἀδίκημα ἐγγράφειν τοῖσ πράκτορσιν. (Aeschines, Speeches, , section 351)

    (아이스키네스, 연설, , section 351)

유의어

  1. to strike gently

  2. 방해하다

  3. 공격하다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION