Ancient Greek-English Dictionary Language

ὑπέρυθρος

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ὑπέρυθρος ὑπέρυθρον

Structure: ὑπερυθρ (Stem) + ος (Ending)

Sense

  1. somewhat red, reddish

Examples

  • περὶ δὲ τεσσαρακοστὴν ἐὼν οὔρησεν ὑπέρυθρα ὑπόστασιν πολλὴν ἐρυθρὴν ἔχοντα‧ ἐκουφίσθη. (Hippocrates, Hippocrates Collected Works I, EPIDHMIWN A, 299)
  • τρίτῃ κεφαλῆσ βάροσ, διαχωρήματα λεπτά, χολώδεα, ὑπέρυθρα. (Hippocrates, Hippocrates Collected Works I, EPIDHMIWN A, 308)
  • ἕκτῃ πτύαλα ποικίλα, ὑπέρυθρα. (Hippocrates, Hippocrates Collected Works I, EPIDHMIWN A, 6)
  • περὶ δὲ ἑνδεκάτην ἐόντι πάντα ἔδοξε κουφισθῆναι‧ κῶμα ἤρξατο, οὔρει παχύτερα, ὑπέρυθρα, κάτω λεπτά‧ οὐ καθίστατο‧ ἡσυχῇ κατενόει. (Hippocrates, Hippocrates Collected Works I, EPIDHMIWN A, 17)
  • τὰ δὲ ἀπὸ τῆσ νήστιοσ κατακορέα μᾶλλον, κροκοειδέα , κακώδεα · τὰ δὲ καὶ ξὺν τῇ τροφῇ λελυμέν ῃ μὲν, ἀλλὰ τρηχείῃ, ἄλλοτε κάκοδμόν ἐστι, τὰ δὲ ἕλκεα σηπεδώνεα ἄλλοτε δὲ ἴσχει, ὡσ ἀπὸ σκυβάλων μοῦνον τὴν ὀσμήν· ἀπὸ δὲ τῶν κάτω ἐπὶ τοῖσι ἕλκεσι, ὑδατώδεα, λεπτὰ, ἄνοσμα · ἢν δὲ ἐπὶ μᾶλλον βαθέα, ἰχωροειδέα , ὑπέρυθρα, οἰνώδεα, ἢ ὅκωσ κρεῶν πλύμα. (Aretaeus, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., , 203)
  • οὖρα δὲ πάχοσ ἔχοντα, θολερά, ὑπέρυθρα‧ κείμενα οὐ καθίστατο‧ τὰ δ’ ἄλλα κουφοτέρωσ‧ οὐκ ἄπυροσ. (Hippocrates, Hippocrates Collected Works I, EPIDHMIWN A, 289)

Synonyms

  1. somewhat red

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION