ὑπερβολή
First declension Noun; Feminine
자동번역
수학
Transliteration:
Principal Part:
ὑπερβολή
ὑπερβολῆς
Structure:
ὑπερβολ
(Stem)
+
η
(Ending)
Sense
- overshooting
- superiority
- excess, extremity
- A crossing over, passage
- delay
- (mathematics) hyperbola
Declension
First declension
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- ἐπήκουον οὖν τὰ λοιπὰ ἐπαντλοῦντοσ αὐτοῦ καὶ θαυμαστάσ τινασ ὑπερβολὰσ διεξιόντοσ κατὰ τοῦ Πρωτέωσ· (Lucian, De morte Peregrini, (no name) 6:5)
- "ἐν δὲ τοῖσ ἐπαίνοισ μάλιστα, ὅταν τισ ἐπαινῇ με φορτικὰσ καὶ ὑπερμέτρουσ ποιούμενοσ τὰσ ὑπερβολάσ, ἐρυθριῶ τε καὶ ὀλίγου δεῖν ἐπιφράττομαι τὰ ὦτα καὶ τὸ πρᾶγμα χλεύῃ μᾶλλον ἢ ἐπαίνῳ ἐοικέναι μοι δοκεῖ. (Lucian, Pro imaginibus, (no name) 1:5)
- ἐλπὶσ γάρ ἐστ’ ἄπιστον, ἣ πολλὰσ πόλεισ συνῆψ’, ἄγουσα θυμὸν εἰσ ὑπερβολάσ. (Euripides, Suppliants, episode 3:8)
- οὐδεμία γὰρ στρατεία τὴν <τῶν> στρατευομένων ἀρετὴν ἐνεφάνισεν μᾶλλον τῆσ νῦν γεγενημένησ, ἐν ᾗ γε παρατάττεσθαι μὲν ὁσημέραι ἀναγκαῖον ἦ<ν>, πλείουσ δὲ μάχασ ἠγωνίσθαι διὰ μιᾶσ στρατ[είασ] ἢ τοὺσ ἄλλουσ πάντασ πληγὰσ λαμβάνειν ἐν τῷ παρεληλυθότι χρόνῳ, χειμώνων δ’ ὑπερβολὰσ καὶ τῶν καθ’ ἡμέ[ρα]ν ἀναγκαίων ἐνδείασ τοσ[αύ]τασ καὶ τηλικαύτασ οὕτωσ [ἐγ]κρατῶσ ὑπομεμ<ε>νηκένα[ι, ὥσ]τε καὶ τῷ λόγῳ χαλεπὸν [εἶν]αι φράσαι. (Hyperides, Speeches, <[E)pita/fios]> 23:1)
- μᾶλλον δὲ ὑπέρμεγα τοῦτο κακόν, εἰ μὴ εἰδείη τισ χωρίζειν τὰ ἱστορίασ καὶ τὰ ποιητικῆσ, ἀλλ̓ ἐπεισάγει τῇ ἱστορίᾳ τὰ τῆσ ἑτέρασ κομμώματα, τὸν μῦθον καὶ τὸ ἐγκώμιον καὶ τὰσ ἐν τούτοισ ὑπερβολάσ, ὥσπερ ἂν εἴ τισ ἀθλητὴν τῶν καρτερῶν τούτων καὶ κομιδῇ πρινίνων ἁλουργίσι περιβάλοι καὶ τῷ ἄλλῳ κόσμῳ τῷ ἑταιρικῷ καὶ φυκίον ἐντρίβοι καὶ ψιμύθιον τῷ προσώπῳ, Ἡράκλεισ ὡσ καταγέλαστον αὐτὸν ἀπεργάσαιτο αἰσχύνασ τῷ κόσμῳ ἐκείνῳ. (Lucian, Quomodo historia conscribenda sit, chapter 8 2:1)
Synonyms
-
superiority
-
excess
-
A crossing over
- διάβασις (a crossing over, passage)
- πέρασις (a crossing, passage from)
- πορθμεῖον (a place for crossing, a passage over, ferry)
- πορεία (a crossing of water, passage)
- πορθμός (a crossing by a ferry, passage, a passage to)
-
delay