ὑπερβολή
First declension Noun; Feminine
자동번역
수학
Transliteration:
Principal Part:
ὑπερβολή
ὑπερβολῆς
Structure:
ὑπερβολ
(Stem)
+
η
(Ending)
Sense
- overshooting
- superiority
- excess, extremity
- A crossing over, passage
- delay
- (mathematics) hyperbola
Declension
First declension
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- κόσμον τινὰ προσεῖναι τοῖσ λόγοισ ἐξήλλαττον τὸν ἰδιώτην καὶ κατέφευγον εἰσ τὴν ποιητικὴν φράσιν, μεταφοραῖσ τε πολλαῖσ χρώμενοι καὶ ὑπερβολαῖσ καὶ ταῖσ ἄλλαισ τροπικαῖσ ἰδέαισ, ὀνομάτων τε γλωττηματικῶν καὶ ξένων χρήσει καὶ τῶν οὐκ εἰωθότων σχηματισμῶν τῇ διαλλαγῇ καὶ τῇ ἄλλῃ καινολογίᾳ καταπληττόμενοι τὸν ἰδιώτην. (Dionysius of Halicarnassus, chapter 3 2:1)
- οὐ μόνον δὲ τοῦτο ἑκατέρου αὐτῶν γνώρισμά ἐστιν, τὸ τοὺσ μὲν κόλακασ οὐκ ὀκνεῖν καὶ ψεύδεσθαι τοῦ χαρίσασθαι ἕνεκα τοῖσ ἐπαινουμένοισ, ἐξαίρειν δὲ τοὺσ ἐπαινοῦντασ τὰ ὑπάρχοντα πειρᾶσθαι ἀλλὰ κἀκείνῳ οὐ μικρῷ διαλλάττουσιν, ὅτι οἱ μὲν κόλακεσ, ἐφ’ ὅσον οἱο͂́ν τε αὐτοῖσ, χρῶνται ταῖσ ὑπερβολαῖσ, οἱ ἐπαινοῦντεσ δὲ καὶ ἐν αὐταῖσ ταύταισ σωφρονοῦσιν καὶ ἐντὸσ τῶν ὁρ́ων μένουσιν. (Lucian, Pro imaginibus, (no name) 21:1)
- τοιοῦτοι τῶν συγγραφόντων οἱ πολλοί εἰσι τὸ τήμερον καὶ τὸ ἴδιον καὶ τὸ χρειῶδεσ, ὅ τι ἂν ἐκ τῆσ ἱστορίασ ἐλπίσωσι, θεραπεύοντεσ, οὓσ μισεῖσθαι καλῶσ εἶχεν, ἐσ μὲν τὸ παρὸν κόλακασ προδήλουσ καὶ ἀτέχνουσ ὄντασ, ἐσ τοὐπιὸν δὲ ὕποπτον ταῖσ ὑπερβολαῖσ τὴν ὅλην πραγματείαν ἀποφαίνοντασ. (Lucian, Quomodo historia conscribenda sit, chapter 13 1:3)
- παρὰ πάντα δὲ ἀξιοπιστίασ τό τε ἐπισημαίνεσθαι τοῖσ εἰσαγομένοισ καὶ τὸ ὑπερβολαῖσ χρῆσθαι. (Aristides, Aelius, Ars Rhetorica, , 15:1)
- κατὰ δὲ ἀπαγγελίαν οὕτωσ, ὅταν τισ τῇ οἰκείᾳ λέξει τῶν πραγμάτων ἀντὶ τῆσ τροπῆσ χρῆται, καὶ ὅταν ὑπερβολαῖσ ἧττον χρῆται, καὶ ὅταν δέ ποτε συναναγκασθῇ χρήσασθαί τινι τροπικῇ ὑπερβολῇ, παραιτῆται. (Aristides, Aelius, Ars Rhetorica, , 4:1)
Synonyms
-
superiority
-
excess
-
A crossing over
- διάβασις (a crossing over, passage)
- πέρασις (a crossing, passage from)
- πορθμεῖον (a place for crossing, a passage over, ferry)
- πορεία (a crossing of water, passage)
- πορθμός (a crossing by a ferry, passage, a passage to)
-
delay