Ancient Greek-English Dictionary Language

τρυφερός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: τρυφερός τρυφερή τρυφερόν

Structure: τρυφερ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: trufh/

Sense

  1. delicate, dainty
  2. effeminate, luxurious, voluptuous, effeminacy, to more effeminate habits, voluptuously, softly

Examples

  • καὶ γὰρ γίνονται παρ’ αὐτοῖσ πάνυ καλοὶ τὰσ ὄψεισ, ἅτε τρυφερῶσ διαιτώμενοι καὶ λεαινόμενοι τὰ σώματα, πάντεσ δὲ οἱ πρὸσ ἑσπέραν οἰκοῦντεσ βάρβαροι πιττοῦνται καὶ ξυροῦνται τὰ σώματα· (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 12, book 12, chapter 14 4:1)
  • χαμαιλέων δ’ ὁ Ποντικὸσ ἐν τῷ περὶ Ἀνακρέοντοσ προθεὶσ τὸ ξανθῇ δ’ Εὐρυπύλῃ μέλει ὁ περιφόρητοσ Ἀρτέμων, τὴν προσηγορίαν ταύτην λαβεῖν τὸν Ἀρτέμωνα διὰ τὸ τρυφερῶσ βιοῦντα περιφέρεσθαι ἐπὶ κλίνησ. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 12, book 12, chapter 461)
  • ζῶσι γὰρ ἀκολάστωσ πρὸσ ἅπασαν ἀκολασίαν καὶ τρυφερῶσ. (Aristotle, Politics, Book 2 207:1)

Synonyms

  1. delicate

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION