ἀλαζονεία?
First declension Noun;
Transliteration: alazoneia
Principal Part:
ἀλαζονεία
Sense
- false pretension, imposture, quackery
- κατὰ μὲν τὴν ψυχὴν ἀλαζονεία, καὶ φιλαργυρία καὶ φιλοδοξία καὶ φιλονικία, ἀπιστία καὶ βασκανία. (Septuagint, Liber Maccabees IV 1:25)
- ἀκολουθεῖ δὲ τῇ ἀδικίᾳ συκοφαντία, ἀλαζονεία, φιλανθρωπία προσποίητος, κακοήθεια, πανουργία. (Aristotle, Virtues and Vices 39:1)
- διῳκήθη μὲν οὖν καὶ ἄλλα, τελευταῖον δὲ τὸ περὶ τῶν πλουσίων ἐπεὶ γὰρ αὐτῶν κατηγόρητο πολλὰ καὶ δεινά, βία καὶ ἀλαζονεία καὶ ὑπεροψία καὶ ἀδικία, τέλος ἀναστάς τις τῶν δημαγωγῶν ἀνέγνω ψήφισμα τοιοῦτον. (Lucian, Necyomantia, (no name) 19:5)
- ὕστερον δὲ καὶ τοῦ περιπάτου προστὰς ἐδείπνιζε τοὺς φίλους ἀλαζονείᾳ καὶ πολυτελείᾳ πολλῇ χρώμενος. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 12, book 12, chapter 692)
- τῶν ἡδυσμάτων πάντων κράτιστόν ἐστιν ἐν μαγειρικῇ ἀλαζονεία: (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 9, book 9, chapter 203)
Synonyms
-
false pretension