- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

τάριχος?

명사; 자동번역 로마알파벳 전사: tarichos 고전 발음: [따리코] 신약 발음: [따리코]

기본형: τάριχος τάριχου

  1. 미라, 엄마
  2. 흡연
  1. a dead body preserved by embalming, a mummy
  2. meat or fish preserved by salting, pickling, smoking

예문

  • καὶ τὰ ἄλφιτα οὐκέτ ὀλίγα οὐδὲ ὡς πρὸ τοῦ μᾶζα ψιλή, τὸ δὲ ὄψον οὐ τάριχος ἢ θύμον, ἀλλὰ κρέα παντοδαπὰ καὶ οἶνος οἱο῀ς ἥδιστος, καὶ χρυσίον παρ ὅτου ἂν ἐθέλωσι: (Lucian, Fugitivi, (no name) 14:4)

    (루키아노스, Fugitivi, (no name) 14:4)

  • εἰκὸς δὲ ἡρπάσθαι πολλῷ πλείω τούτων, ἢ πόθεν γὰρ ὁ Τίβειος ^ τάριχος αὑτῷ οὕτω μέγα ὠψωνηκέναι χθὲς ἐλέγετο ἢ τῇ γυναικὶ ἐλλόβιον ἐωνῆσθαι πέντε δραχμῶν ὅλων· (Lucian, Gallus, (no name) 29:15)

    (루키아노스, Gallus, (no name) 29:15)

  • εἶτα δεῖπνα ἐπὶ χρυσοῦ - εὐτελὴς γὰρ ὁ ἄργυρος καὶ οὐ κατ᾿ ἐμέ - τάριχος μὲν ἐξ Ἰβηρίας, οἶνος δὲ ἐξ Ἰταλίας, ἔλαιον δὲ ἐξ Ἰβηρίας καὶ τοῦτο, μέλι δὲ ἡμέτερον τὸ ἄπυρον, καὶ ὄψα πανταχόθεν καὶ σύες καὶ λαγώς, καὶ ὅσα πτηνά, ὄρνις ἐκ Φάσιδος καὶ ταὼς ἐξ Ἰνδίας καὶ ἀλεκτρυὼν ὁ Νομαδικός: (Lucian, 40:1)

    (루키아노스, 40:1)

  • καίτοι διδάσκουσιν οἱ παιδαγωγοὶ κεκυφότας ἐν ταῖς ὁδοῖς περιπατεῖν, ἑνὶ δακτύλῳ τὸ τάριχος ἁρ´ασθαι, δυσὶ τὸν ἰχθῦν σῖτον κρέας: (Plutarch, An virtus doceri possit, section 2 10:3)

    (플루타르코스, An virtus doceri possit, section 2 10:3)

  • ἐπὶ ταῖς πύλαισιν, οὗ τὸ τάριχος ὤνιον. (Aristotle, Episode 2:19)

    (아리스토텔레스, Episode 2:19)

유의어

  1. 흡연

관련어

명사

형용사

동사

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION