Ancient Greek-English Dictionary Language

συμποτικός

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: συμποτικός συμποτική συμποτικόν

Structure: συμποτικ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: from sumpo/ths

Sense

  1. of or for a sumpo/sion, convivial, jolly, suited for drinking songs, a jolly fellow

Examples

  • τοῦτον δ’ εἶναι τὸν πλάστην τὸν αὐτὸν ὥσπερ τότε, τὸν ἀγαθὸν νομοθέτην, οὗ νόμουσ εἶναι δεῖ συμποτικούσ, δυναμένουσ τὸν εὐέλπιν καὶ θαρραλέον ἐκεῖνον γιγνόμενον καὶ ἀναισχυντότερον τοῦ δέοντοσ, καὶ οὐκ ἐθέλοντα τάξιν καὶ τὸ κατὰ μέροσ σιγῆσ καὶ λόγου καὶ πόσεωσ καὶ μούσησ ὑπομένειν, ἐθέλειν ποιεῖν πάντα τούτοισ τἀναντία, καὶ εἰσιόντι τῷ μὴ καλῷ θάρρει τὸν κάλλιστον διαμαχόμενον φόβον εἰσπέμπειν οἱούσ τ’ εἶναι μετὰ δίκησ, ὃν αἰδῶ τε καὶ αἰσχύνην θεῖον φόβον ὠνομάκαμεν; (Plato, Laws, book 2 115:1)

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION