Ancient Greek-English Dictionary Language

συμποτικός

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: συμποτικός συμποτική συμποτικόν

Structure: συμποτικ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: from sumpo/ths

Sense

  1. of or for a sumpo/sion, convivial, jolly, suited for drinking songs, a jolly fellow

Examples

  • "οὕτω τοίνυν, ὅταν οἱ φιλόσοφοι παρὰ πότον εἰσ λεπτὰ καὶ διαλεκτικὰ προβλήματα καταδύντεσ ἐνοχλῶσι τοῖσ πολλοῖσ ἕπεσθαι μὴ δυναμένοισ, ἐκεῖνοι δὲ πάλιν ἐπ’ ᾠδάσ τινασ καὶ διηγήματα φλυαρώδη καὶ λόγουσ βαναύσουσ καὶ ἀγοραίουσ ἐμβάλλωσιν ἑαυτούσ, οἴχεται τῆσ συμποτικῆσ κοινωνίασ τὸ τέλοσ καὶ καθύβρισται ὁ Διόνυσοσ. (Plutarch, Quaestiones Convivales, book 1, 12:9)

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION