Ancient Greek-English Dictionary Language

συμποτικός

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: συμποτικός συμποτική συμποτικόν

Structure: συμποτικ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: from sumpo/ths

Sense

  1. of or for a sumpo/sion, convivial, jolly, suited for drinking songs, a jolly fellow

Examples

  • συμποτικὰ τὰ πράγματα. (Aristophanes, Acharnians, Episode 1:54)
  • τὰ μὲν οὖν ἄλλα ποίηματα ἔγωγε ἡγοῦμαι τὰ μὲν συμποτικὰ αὐτῶν, τὰ δὲ ἐρωτικά, τὰ δὲ ἐγκώμια ἀθλητῶν καὶ ἵππων νικώντων, τὰ δ’ ἐπὶ τοῖσ τεθνεῶσι θρήνουσ, τὰ δὲ γέλωτοσ ἕνεκεν ἢ λοιδορίασ πεποιημένα, ὥσπερ τὰ τῶν κωμῳδοδιδασκάλων καὶ τὰ τοῦ Παρίου ποιητοῦ· (Unknown, Elegy and Iambus, Volume I, , section24)
  • καλῶ δῆτα καὶ τὰ συμποτικά· (Plutarch, Quaestiones Convivales, book 2, chapter 0 6:2)
  • τὰ μὲν οὖν ἄλλα ποιήματα ἔγωγε ἡγοῦμαι τὰ μὲν συμποτικὰ αὐτῶν, τὰ δὲ ἐρωτικά. (Dio, Chrysostom, Orationes, 5:1)

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION