헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

συγκατακόπτω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: συγκατακόπτω

형태분석: συγ (접두사) + κατα (접두사) + κόπτ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to cut up together

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συγκατακόπτω

συγκατακόπτεις

συγκατακόπτει

쌍수 συγκατακόπτετον

συγκατακόπτετον

복수 συγκατακόπτομεν

συγκατακόπτετε

συγκατακόπτουσιν*

접속법단수 συγκατακόπτω

συγκατακόπτῃς

συγκατακόπτῃ

쌍수 συγκατακόπτητον

συγκατακόπτητον

복수 συγκατακόπτωμεν

συγκατακόπτητε

συγκατακόπτωσιν*

기원법단수 συγκατακόπτοιμι

συγκατακόπτοις

συγκατακόπτοι

쌍수 συγκατακόπτοιτον

συγκατακοπτοίτην

복수 συγκατακόπτοιμεν

συγκατακόπτοιτε

συγκατακόπτοιεν

명령법단수 συγκατακόπτε

συγκατακοπτέτω

쌍수 συγκατακόπτετον

συγκατακοπτέτων

복수 συγκατακόπτετε

συγκατακοπτόντων, συγκατακοπτέτωσαν

부정사 συγκατακόπτειν

분사 남성여성중성
συγκατακοπτων

συγκατακοπτοντος

συγκατακοπτουσα

συγκατακοπτουσης

συγκατακοπτον

συγκατακοπτοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συγκατακόπτομαι

συγκατακόπτει, συγκατακόπτῃ

συγκατακόπτεται

쌍수 συγκατακόπτεσθον

συγκατακόπτεσθον

복수 συγκατακοπτόμεθα

συγκατακόπτεσθε

συγκατακόπτονται

접속법단수 συγκατακόπτωμαι

συγκατακόπτῃ

συγκατακόπτηται

쌍수 συγκατακόπτησθον

συγκατακόπτησθον

복수 συγκατακοπτώμεθα

συγκατακόπτησθε

συγκατακόπτωνται

기원법단수 συγκατακοπτοίμην

συγκατακόπτοιο

συγκατακόπτοιτο

쌍수 συγκατακόπτοισθον

συγκατακοπτοίσθην

복수 συγκατακοπτοίμεθα

συγκατακόπτοισθε

συγκατακόπτοιντο

명령법단수 συγκατακόπτου

συγκατακοπτέσθω

쌍수 συγκατακόπτεσθον

συγκατακοπτέσθων

복수 συγκατακόπτεσθε

συγκατακοπτέσθων, συγκατακοπτέσθωσαν

부정사 συγκατακόπτεσθαι

분사 남성여성중성
συγκατακοπτομενος

συγκατακοπτομενου

συγκατακοπτομενη

συγκατακοπτομενης

συγκατακοπτομενον

συγκατακοπτομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to cut up together

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION