고전 발음: [] 신약 발음: []
Principal Part: συγγνωμονικός συγγνωμονική συγγνωμονικόν
Structure: συγγνωμονικ (Stem) + ος (Ending)
Masculine | Feminine | Neuter | ||
---|---|---|---|---|
Singular | Nominative | συγγνωμονικός | συγγνωμονική | συγγνωμονικόν |
Genitive | συγγνωμονικοῦ | συγγνωμονικῆς | συγγνωμονικοῦ | |
Dative | συγγνωμονικῷ | συγγνωμονικῇ | συγγνωμονικῷ | |
Accusative | συγγνωμονικόν | συγγνωμονικήν | συγγνωμονικόν | |
Vocative | συγγνωμονικέ | συγγνωμονική | συγγνωμονικόν | |
Dual | N/A/V | συγγνωμονικώ | συγγνωμονικᾱ́ | συγγνωμονικώ |
G/D | συγγνωμονικοῖν | συγγνωμονικαῖν | συγγνωμονικοῖν | |
Plural | Nominative | συγγνωμονικοί | συγγνωμονικαί | συγγνωμονικά |
Genitive | συγγνωμονικῶν | συγγνωμονικῶν | συγγνωμονικῶν | |
Dative | συγγνωμονικοῖς | συγγνωμονικαῖς | συγγνωμονικοῖς | |
Accusative | συγγνωμονικούς | συγγνωμονικᾱ́ς | συγγνωμονικά | |
Vocative | συγγνωμονικοί | συγγνωμονικαί | συγγνωμονικά |
Positive | Comparative | Superlative | |
---|---|---|---|
Adjective | συγγνωμονικός συγγνωμονικοῦ | συγγνωμονικότερος συγγνωμονικοτεροῦ | συγγνωμονικότατος συγγνωμονικοτατοῦ |
Adverb | συγγνωμονικώς | συγγνωμονικότερον | συγγνωμονικότατα |
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.
Find this word at Perseus Greek Word Study Tool고전 발음: [] 신약 발음: []
이 저작물은 크리에이티브 커먼즈 저작자표시-비영리 4.0 국제 라이선스에 따라 이용할 수 있습니다.
bab2min@gmail.com
호흡부호 보기
강세부호 보기
장단부호 보기
작은 Iota 보기
모든 부호 보기