헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

συγγενικός

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: συγγενικός

형태분석: συγγενικ (어간) + ος (어미)

어원: from suggenh/s

  1. 친척의, 동족의, 혈족의
  1. (of a predisposition to disease) congenital or hereditary
  2. of or for kinsmen, between kinfolk
  3. (metaphoric) kindred, of a common kind

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 συγγενικός

(이)가

συγγενική

(이)가

συγγένικον

(것)가

속격 συγγενικοῦ

(이)의

συγγενικῆς

(이)의

συγγενίκου

(것)의

여격 συγγενικῷ

(이)에게

συγγενικῇ

(이)에게

συγγενίκῳ

(것)에게

대격 συγγενικόν

(이)를

συγγενικήν

(이)를

συγγένικον

(것)를

호격 συγγενικέ

(이)야

συγγενική

(이)야

συγγένικον

(것)야

쌍수주/대/호 συγγενικώ

(이)들이

συγγενικᾱ́

(이)들이

συγγενίκω

(것)들이

속/여 συγγενικοῖν

(이)들의

συγγενικαῖν

(이)들의

συγγενίκοιν

(것)들의

복수주격 συγγενικοί

(이)들이

συγγενικαί

(이)들이

συγγένικα

(것)들이

속격 συγγενικῶν

(이)들의

συγγενικῶν

(이)들의

συγγενίκων

(것)들의

여격 συγγενικοῖς

(이)들에게

συγγενικαῖς

(이)들에게

συγγενίκοις

(것)들에게

대격 συγγενικούς

(이)들을

συγγενικᾱ́ς

(이)들을

συγγένικα

(것)들을

호격 συγγενικοί

(이)들아

συγγενικαί

(이)들아

συγγένικα

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • "ἆρ’ οὖν σῶμα μὲν ἔκγονον φαύλου σώματοσ ἄξιόν ἐστι θεραπεύειν καὶ φυλάττειν, κακίασ δὲ ὁμοιότητα συγγενικὴν ἐν νέῳ βλαστάνουσαν ἤθει καὶ ἀναφυομένην ἐᾶν δεῖ καὶ περιμένειν καὶ μέλλειν, ἄχρι ἐν ἐκχυθεῖσα τοῖσ πάθεσιν ἐμφανὴσ γένηται κακόφρονά τ’ ἀμφάνῃ πραπίδων καρπόν ὥσ φησι Πίνδαροσ; (Plutarch, De sera numinis vindicta, section 19 2:4)

    (플루타르코스, De sera numinis vindicta, section 19 2:4)

  • ἀφορίσειε δ’ ἄν τισ τήν τε συγγενικὴν καὶ τὴν ἑταιρικήν. (Aristotle, Nicomachean Ethics, Book 8 121:3)

    (아리스토텔레스, 니코마코스 윤리학, Book 8 121:3)

  • χιλίασ μὲν ναῦσ μακρὰσ μείζουσ τριήρων ναυπηγήσασθαι κατὰ τὴν Φοινίκην καὶ Συρίαν καὶ Κιλικίαν καὶ Κύπρον πρὸσ τὴν στρατείαν τὴν ἐπὶ Καρχηδονίουσ καὶ τοὺσ ἄλλουσ τοὺσ παρὰ θάλατταν κατοικοῦντασ τῆσ τε Λιβύησ καὶ Ἰβηρίασ καὶ τῆσ ὁμόρου χώρασ παραθαλαττίου μέχρι Σικελίασ, ὁδοποιῆσαι δὲ τὴν παραθαλάττιον τῆσ Λιβύησ μέχρι στηλῶν Ἡρακλείων, ἀκολούθωσ δὲ τῷ τηλικούτῳ στόλῳ λιμένασ καὶ νεώρια κατασκευάσαι κατὰ τοὺσ ἐπικαίρουσ τῶν τόπων, ναούσ τε κατασκευάσαι πολυτελεῖσ ἕξ, ἀπὸ ταλάντων χιλίων καὶ πεντακοσίων ἕκαστον, πρὸσ δὲ τούτοισ πόλεων συνοικισμοὺσ καὶ σωμάτων μεταγωγὰσ ἐκ τῆσ Ἀσίασ εἰσ τὴν Εὐρώπην καὶ κατὰ τοὐναντίον ἐκ τῆσ Εὐρώπησ εἰσ τὴν Ἀσίαν, ὅπωσ τὰσ μεγίστασ ἠπείρουσ ταῖσ ἐπιγαμίαισ καὶ ταῖσ οἰκειώσεσιν εἰσ κοινὴν ὁμόνοιαν καὶ συγγενικὴν φιλίαν καταστήσῃ. (Diodorus Siculus, Bibliotheca Historica, Books XVIII-XX, book 18, chapter 4 4:1)

    (디오도로스 시켈로스, Bibliotheca Historica, Books XVIII-XX, book 18, chapter 4 4:1)

  • ταύτησ δὲ τὴν μὲν εἶναι συγγενικήν, τὴν δὲ ἐρωτικήν, τὴν δὲ ξενικήν. (Diogenes Laertius, Lives of Eminent Philosophers, E, Kef. a'. ARISTOTELHS 30:5)

    (디오게네스 라에르티오스, Lives of Eminent Philosophers, E, Kef. a'. ARISTOTELHS 30:5)

  • τοιαύτῃ δὲ χρωμένων τῶν βασιλέων δικαιοσύνῃ πρὸσ ὑποτεταγμένουσ, τὰ πλήθη ταῖσ εἰσ τοὺσ ἡγουμένουσ εὐνοίαισ πᾶσαν συγγενικὴν φιλοστοργίαν ὑπερεβάλλετο οὐ γὰρ μόνον τὸ σύστημα τῶν ἱερέων, ἀλλὰ καὶ συλλήβδην ἅπαντεσ οἱ κατ’ Αἴγυπτον οὐχ οὕτω γυναικῶν καὶ τέκνων καὶ τῶν ἄλλων τῶν ὑπαρχόντων αὐτοῖσ ἀγαθῶν ἐφρόντιζον ὡσ τῆσ τῶν βασιλέων ἀσφαλείασ. (Diodorus Siculus, Bibliotheca Historica, book 1, chapter 71 4:1)

    (디오도로스 시켈로스, Bibliotheca Historica, book 1, chapter 71 4:1)

유의어

  1. congenital or hereditary

  2. 친척의

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION