Ancient Greek-English Dictionary Language

στερέωμα

Third declension Noun; Neuter 자동번역 Transliteration:

Principal Part: στερέωμα στερεώματος

Structure: στερεωματ (Stem)

Etym.: stereo/w

Sense

  1. foundation, framework, firmament

Declension

Third declension

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • καὶ ἐποίησεν ὁ Θεὸσ τὸ στερέωμα, καὶ διεχώρισεν ὁ Θεὸσ ἀνὰ μέσον τοῦ ὕδατοσ, ὃ ἦν ὑποκάτω τοῦ στερεώματοσ, καὶ ἀναμέσον τοῦ ὕδατοσ τοῦ ἐπάνω τοῦ στερεώματοσ. (Septuagint, Liber Genesis 1:7)
  • καὶ εἶδον τὸν τόπον, οὗ εἱστήκει ὁ Θεὸσ τοῦ Ἰσραήλ. καὶ τά ὑπὸ τοὺσ πόδασ αὐτοῦ ὡσεὶ ἔργον πλίνθου σαπφείρου καὶ ὥσπερ εἶδοσ στερεώματοσ τοῦ οὐρανοῦ τῇ καθαριότητι. (Septuagint, Liber Exodus 24:10)
  • οὔκ ἐστιν ὥσπερ ὁ Θεὸσ τοῦ ἠγαπημένου. ὁ ἐπιβαίνων ἐπὶ τὸν οὐρανὸν βοηθόσ σου καὶ ὁ μεγαλοπρεπὴσ τοῦ στερεώματοσ. (Septuagint, Liber Deuteronomii 33:26)
  • καὶ ὑποκάτωθεν τοῦ στερεώματοσ αἱ πτέρυγεσ αὐτῶν ἐκτεταμέναι, πτερυσσόμεναι ἑτέρα τῇ ἑτέρᾳ, ἑκάστῳ δύο συνεζευγμέναι ἐπικαλύπτουσαι τὰ σώματα αὐτῶν. (Septuagint, Prophetia Ezechielis 1:22)

Related

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION