Ancient Greek-English Dictionary Language

στεφανόω

ο-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: στεφανόω

Structure: στεφανό (Stem) + ω (Ending)

Etym.: ste/fanos

Sense

  1. to be put round, round about, is, wreathed, all round about, was, lies round about
  2. to be surrounded, having his, wreathed
  3. to crown, wreathe, to crown, for, to be crowned or rewarded with a crown, to crown oneself
  4. to win a crown
  5. to crown, to crown or honour
  6. to wear a crown

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular στεφανῶ στεφανοῖς στεφανοῖ
Dual στεφανοῦτον στεφανοῦτον
Plural στεφανοῦμεν στεφανοῦτε στεφανοῦσιν*
SubjunctiveSingular στεφανῶ στεφανοῖς στεφανοῖ
Dual στεφανῶτον στεφανῶτον
Plural στεφανῶμεν στεφανῶτε στεφανῶσιν*
OptativeSingular στεφανοῖμι στεφανοῖς στεφανοῖ
Dual στεφανοῖτον στεφανοίτην
Plural στεφανοῖμεν στεφανοῖτε στεφανοῖεν
ImperativeSingular στεφάνου στεφανούτω
Dual στεφανοῦτον στεφανούτων
Plural στεφανοῦτε στεφανούντων, στεφανούτωσαν
Infinitive στεφανοῦν
Participle MasculineFeminineNeuter
στεφανων στεφανουντος στεφανουσα στεφανουσης στεφανουν στεφανουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular στεφανοῦμαι στεφανοῖ στεφανοῦται
Dual στεφανοῦσθον στεφανοῦσθον
Plural στεφανούμεθα στεφανοῦσθε στεφανοῦνται
SubjunctiveSingular στεφανῶμαι στεφανοῖ στεφανῶται
Dual στεφανῶσθον στεφανῶσθον
Plural στεφανώμεθα στεφανῶσθε στεφανῶνται
OptativeSingular στεφανοίμην στεφανοῖο στεφανοῖτο
Dual στεφανοῖσθον στεφανοίσθην
Plural στεφανοίμεθα στεφανοῖσθε στεφανοῖντο
ImperativeSingular στεφανοῦ στεφανούσθω
Dual στεφανοῦσθον στεφανούσθων
Plural στεφανοῦσθε στεφανούσθων, στεφανούσθωσαν
Infinitive στεφανοῦσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
στεφανουμενος στεφανουμενου στεφανουμενη στεφανουμενης στεφανουμενον στεφανουμενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • τὰσ κύνασ δὲ καὶ στεφανοῦσιν ἐν τῇδε τῇ ἡμέρᾳ, ὡσ δῆλον εἶναι διότι ἐπ̓ αὐταῖσ ἑορτάζουσιν. (Arrian, Cynegeticus, chapter 34 3:2)
  • στεφανοῦσιν δὲ τὰσ τῶν ἐρωμένων θύρασ ἤτοι τιμῆσ χάριν, καθαπερεί τινοσ θεοῦ τὰ πρόθυρα,9 ἢ οὐ τοῖσ ἐρωμένοισ ἀλλὰ τῷ Ἔρωτι ποιούμενοι τὴν τῶν στεφάνων ἀνάθεσιν, ὡσ τοῦ μὲν Ἔρωτοσ τὸν ἐρώμενον ἄγαλμα, τούτου δὲ ναὸν ὄντα τὴν οἴκησιν στεφανοῦσιν. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 15, book 15, chapter 9 6:3)
  • "ἀλλὰ τοὺσ ἀπολειφθέντασ οὐ στεφανοῦσιν. (Plutarch, , chapter 11 2:4)
  • "ὦ Ἀδείμαντε, τοὺσ δὲ λειπομένουσ οὐ στεφανοῦσιν. (Plutarch, Regum et imperatorum apophthegmata, , section 4 2:1)

Synonyms

  1. to crown

  2. to win a crown

  3. to crown

  4. to wear a crown

Derived

Similar forms

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION