στεφανόω
ο-contract Verb;
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
στεφανόω
Structure:
στεφανό
(Stem)
+
ω
(Ending)
Sense
- to be put round, round about, is, wreathed, all round about, was, lies round about
- to be surrounded, having his, wreathed
- to crown, wreathe, to crown, for, to be crowned or rewarded with a crown, to crown oneself
- to win a crown
- to crown, to crown or honour
- to wear a crown
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- "καὶ ταῦτ’ ἠριθμήθη πάντα τοῖσ οἰκονόμοισ διὰ τὴν τῶν στεφανούντων προθυμίαν πρὸ τοῦ τὰσ θέασ παρελθεῖν. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 5, book 5, chapter 31 4:3)
- ἀλλὰ πρὸσ θεῶν οὕτω σκαιὸσ εἶ καὶ ἀναίσθητοσ, Αἰσχίνη, ὥστ’ οὐ δύνασαι λογίσασθαι ὅτι τῷ μὲν στεφανουμένῳ τὸν αὐτὸν ἔχει ζῆλον ὁ στέφανοσ, ὅπου ἂν ἀναρρηθῇ, τοῦ δὲ τῶν στεφανούντων εἵνεκα συμφέροντοσ ἐν τῷ θεάτρῳ γίγνεται τὸ κήρυγμα; (Demosthenes, Speeches 11-20, 176:2)
- τούτων γὰρ τῶν τοὺσ ὑπευθύνουσ στεφανούντων παρὰ τοὺσ νόμουσ οἱ μὲν φύσει μέτριοί εἰσιν, εἰ δή τισ ἐστὶ μέτριοσ τῶν τὰ παράνομα γραφόντων, ἀλλ’ οὖν προβάλλονταί γέ τι πρὸ τῆσ αἰσχύνησ. (Aeschines, Speeches, , section 11 1:3)
- ἵν’ ἡ πόλισ ἡ βουλομένη τινὰ τῶν ὑμετέρων στεφανοῦν πρέσβεισ πέμψασα δεηθῇ τοῦ δήμου, καὶ ὁ κηρυττόμενοσ μείζω χάριν εἰδῇ τῶν στεφανούντων ὑμῖν, ὅτι κηρύξαι ἐπετρέψατε. (Aeschines, Speeches, , section 472)
- Κατιόντι δὲ αὐτῷ ἐσ Βαβυλῶνα Λιβύων τε πρεσβεῖαι ἐνετύγχανον ἐπαινούντων τε καὶ στεφανούντων ἐπὶ τῇ βασιλείᾳ τῆσ Ἀσίασ, καὶ ἐξ Ἰταλίασ Βρέττιοί τε καὶ Λευκανοὶ καὶ Τυρρηνοὶ ἐπὶ τοῖσ αὐτοῖσ ἐπρέσβευον. (Arrian, Anabasis, book 7, chapter 15 4:1)
Synonyms
-
to crown
-
to win a crown
-
to crown
-
to wear a crown