στεφανόω
ο-contract Verb;
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
στεφανόω
Structure:
στεφανό
(Stem)
+
ω
(Ending)
Sense
- to be put round, round about, is, wreathed, all round about, was, lies round about
- to be surrounded, having his, wreathed
- to crown, wreathe, to crown, for, to be crowned or rewarded with a crown, to crown oneself
- to win a crown
- to crown, to crown or honour
- to wear a crown
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- ἐν ταύτῃ γὰρ τὸ ζητούμενον ἦν οὐ τὸ κοινόν, εἰ τιμῶν καὶ στεφάνων ἄξιοσ ἦν Δημοσθένησ ἐπιδοὺσ ἐκ τῶν ἰδίων κτημάτων τὴν εἰσ τὰ τείχη δαπάνην, ἀλλ’ εἰ καθ’ ὃν χρόνον ὑπεύθυνοσ ἦν, κωλύοντοσ τοῦ νόμου τοὺσ ὑπευθύνουσ στεφανοῦν. (Dionysius of Halicarnassus, Ad Ammaeum, chapter 12 3:3)
- τούτοισ χρὴ πειθομένουσ, καθάπερ ἐπ̓ ἄλλῳ τῳ ἔργῳ, οὕτω δὲ καὶ ἐπὶ θήρᾳ ἄρχεσθαί τε ἀπὸ θεῶν καὶ χαριστήρια θύειν εὖ πράξαντασ καὶ σπένδειν καὶ εὐφημεῖν καὶ στεφανοῦν καὶ ὑμνεῖν καὶ ἀπαρχὰσ τῶν ἁλισκομένων ἀνατιθέναι, οὐ μεῖον ἣ ἐπὶ νίκῃ πολέμου ἀκροθίνια. (Arrian, Cynegeticus, chapter 36 4:1)
- γνώμῃ δὲ μιᾷ συνεχωρείτην, τὸν Ἀχίλλειον τύμβον στεφανοῦν αἵματι χλωρῷ, τὰ δὲ Κασάνδρασ λέκτρ’ οὐκ ἐφάτην τῆσ Ἀχιλείασ πρόσθεν θήσειν ποτὲ λόγχησ. (Euripides, Hecuba, choral, anapests8)
- οἶδε δ’ αὐτὸσ ὧν ἥκω πέρι ἅ τε ξυνεθέμην πρέσβυσ ὢν γεραιτέρῳ, θύρσουσ ἀνάπτειν καὶ νεβρῶν δορὰσ ἔχειν στεφανοῦν τε κρᾶτα κισσίνοισ βλαστήμασιν. (Euripides, episode4)
- ὃσ εἶπ’ Ὀρέστην παῖδα τὸν Ἀγαμέμνονοσ στεφανοῦν, ὃσ ἠθέλησε τιμωρεῖν πατρί, κακὴν γυναῖκα κἄθεον κατακτανών, ἣ κεῖν’ ἀφῄρει, μήθ’ ὁπλίζεσθαι χέρα μήτε στρατεύειν ἐκλιπόντα δώματα, εἰ τἄνδον οἰκουρήμαθ’ οἱ λελειμμένοι φθείρουσιν, ἀνδρῶν εὔνιδασ λωβώμενοι. (Euripides, episode 5:2)
Synonyms
-
to crown
-
to win a crown
-
to crown
-
to wear a crown