στεφανόω
ο-contract Verb;
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
στεφανόω
Structure:
στεφανό
(Stem)
+
ω
(Ending)
Sense
- to be put round, round about, is, wreathed, all round about, was, lies round about
- to be surrounded, having his, wreathed
- to crown, wreathe, to crown, for, to be crowned or rewarded with a crown, to crown oneself
- to win a crown
- to crown, to crown or honour
- to wear a crown
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- ἄζηλα τὴν περιουσίαν διατιθεμένων ἀνὴρ δὲ δημοτικὸσ ἐπὶ ξένησ τεθνηκώσ, οὐ γυναικόσ, οὐ παίδων, οὐ συγγενῶν παρόντων, οὐ δεομένου τινόσ, οὐκ ἀναγκάζοντοσ, ὑπὸ δήμων τοσούτων καὶ πόλεων ἁμιλλωμένων προπεμπόμενοσ καὶ συνεκκομιζόμενοσ καὶ στεφανούμενοσ, εἰκότωσ ἐδόκει τὸν τελειότατον ἀπέχειν εὐδαιμονισμόν. (Plutarch, Pelopidas, chapter 34 3:1)
- αὐτίκα γὰρ ἐν τῷ θεάτρῳ στεφανούμενοσ ὁ Ἡρακλείδησ ἀπόπληκτοσ ἐγένετο, οἵ τε θεωροὶ καταλευσθέντεσ διεφθάρησαν. (Diogenes Laertius, Lives of Eminent Philosophers, E, Kef. s'. HRAKLEIDHS 6:4)
- τὰσ θύρασ δὲ ἐσιόντι τὰσ χαλκᾶσ, ἔστιν ἐν δεξιᾷ πρὸ τοῦ κίονοσ Ἴφιτοσ ὑπὸ γυναικὸσ στεφανούμενοσ Ἐκεχειρίασ, ὡσ τὸ ἐλεγεῖον τὸ ἐπ’ αὐτοῖσ φησιν. (Pausanias, Description of Greece, , chapter 10 16:1)
- καὶ οὕτω σταδίου δύο ὁ στεφανούμενοσ ἀναιρήσεται νίκασ. (Pausanias, Description of Greece, , chapter 13 7:3)
- Λακεδαιμονίων δὲ ἀπαντικρὺ τούτων ἀναθήματά ἐστιν ἀπ’ Ἀθηναίων Διόσκουροι καὶ Ζεὺσ καὶ Ἀπόλλων τε καὶ Ἄρτεμισ, ἐπὶ δὲ αὐτοῖσ Ποσειδῶν τε καὶ Λύσανδροσ ὁ Ἀριστοκρίτου στεφανούμενοσ ὑπὸ τοῦ Ποσειδῶνοσ, Ἀγίασ τε ὃσ τῷ Λυσάνδρῳ τότε ἐμαντεύετο καὶ Ἕρμων ὁ τὴν ναῦν τοῦ Λυσάνδρου τὴν στρατηγίδα κυβερνῶν. (Pausanias, Description of Greece, , chapter 9 10:1)
Synonyms
-
to crown
-
to win a crown
-
to crown
-
to wear a crown