στεφανόω
ο-contract Verb;
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
στεφανόω
Structure:
στεφανό
(Stem)
+
ω
(Ending)
Sense
- to be put round, round about, is, wreathed, all round about, was, lies round about
- to be surrounded, having his, wreathed
- to crown, wreathe, to crown, for, to be crowned or rewarded with a crown, to crown oneself
- to win a crown
- to crown, to crown or honour
- to wear a crown
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- κρίνεσι στεφανοῖσ. (Aristophanes, Clouds, Agon, proagon28)
- καὶ κατεκόσμησαν τὸ κατὰ πρόσωπον τοῦ ναοῦ στεφάνοισ χρυσοῖσ καὶ ἀσπιδίσκαισ καὶ ἐνεκαίνισαν τὰσ πύλασ καὶ τὰ παστοφόρια καὶ ἐθύρωσαν αὐτά. (Septuagint, Liber Maccabees I 4:57)
- ἠδίκηται ἡ ἀθλία τὰ μέγιστα ὑπὸ τῆσ Ἀκαδημείασ ἐμοῦ, ἀνδράποδον ὃ μόνον εἶχεν εὔνουν καὶ πιστὸν αὐτῇ, μηδὲν αἰσχρὸν ὧν προστάξειεν οἰόμενον, ἀφαιρεθεῖσα τὸν Πολέμωνα ἐκεῖνον, ὃσ μεθ’ ἡμέραν ἐκώμαζεν διὰ τῆσ ἀγορᾶσ μέσησ, ψαλτρίαν ἔχων καὶ κατᾳδόμενοσ ἑώθεν εἰσ ἑσπέραν, μεθύων ἀεὶ καὶ κραιπαλῶν καὶ τὴν κεφαλὴν τοῖσ στεφάνοισ διηνθισμένοσ. (Lucian, Bis accusatus sive tribunalia, (no name) 16:3)
- πάρεστίν νιν ἀγχιάλοισ[ι Κρίσ]ασ μυχοῖσ μοῦνον ἐπιχθονίων τάδε μησάμενον στεφάνοισ ἐρέπτειν δύο τ’ Ὀλυμπιονίκασ ἀείδειν. (Bacchylides, , epinicians, ode 4 Pu/qia.> 2:8)
- Λάχων Διὸσ μεγίστου λάχε φέρτατον πόδεσσι κῦδοσ ἐπ’ Ἀλφεοῦ προχοαῖσ[ι νικῶν, δι’ ὅσσα πάροιθεν ἀμπελοτρόφον Κέον ἀείσάν ποτ’ Ὀλυμπίᾳ πύξ τε καὶ στάδιον κρατεῦ‐ σαν] στεφάνοισ ἐθείρασ νεανίαι βρύοντεσ. (Bacchylides, , epinicians, ode 6 1:1)
- καὶ τὰν Αἰτναίαν Ἡφαίστου Φοινίκασ ἀντήρη χώραν, Σικελῶν ὀρέων ματέρ’, ἀκούω καρύσσεσθαι στεφάνοισ ἀρετᾶσ. (Euripides, The Trojan Women, choral, antistrophe 23)
Synonyms
-
to crown
-
to win a crown
-
to crown
-
to wear a crown