헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

στασιάζω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: στασιάζω

형태분석: στασιάζ (어간) + ω (인칭어미)

어원: sta/sis

  1. 안에 넣다, 나타나다, 맞서서 빛나다, 반대하다, ~에 부딪히다
  2. 혼란에 빠뜨리다, 어지럽히다
  1. to rebel, revolt, rise in rebellion, against
  2. to form a party or faction, be at odds, quarrel
  3. to be at discord, be distracted by factions
  4. to revolutionise, throw into confusion

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 στασιάζω

(나는) 안에 넣는다

στασιάζεις

(너는) 안에 넣는다

στασιάζει

(그는) 안에 넣는다

쌍수 στασιάζετον

(너희 둘은) 안에 넣는다

στασιάζετον

(그 둘은) 안에 넣는다

복수 στασιάζομεν

(우리는) 안에 넣는다

στασιάζετε

(너희는) 안에 넣는다

στασιάζουσιν*

(그들은) 안에 넣는다

접속법단수 στασιάζω

(나는) 안에 넣자

στασιάζῃς

(너는) 안에 넣자

στασιάζῃ

(그는) 안에 넣자

쌍수 στασιάζητον

(너희 둘은) 안에 넣자

στασιάζητον

(그 둘은) 안에 넣자

복수 στασιάζωμεν

(우리는) 안에 넣자

στασιάζητε

(너희는) 안에 넣자

στασιάζωσιν*

(그들은) 안에 넣자

기원법단수 στασιάζοιμι

(나는) 안에 넣기를 (바라다)

στασιάζοις

(너는) 안에 넣기를 (바라다)

στασιάζοι

(그는) 안에 넣기를 (바라다)

쌍수 στασιάζοιτον

(너희 둘은) 안에 넣기를 (바라다)

στασιαζοίτην

(그 둘은) 안에 넣기를 (바라다)

복수 στασιάζοιμεν

(우리는) 안에 넣기를 (바라다)

στασιάζοιτε

(너희는) 안에 넣기를 (바라다)

στασιάζοιεν

(그들은) 안에 넣기를 (바라다)

명령법단수 στασίαζε

(너는) 안에 넣어라

στασιαζέτω

(그는) 안에 넣어라

쌍수 στασιάζετον

(너희 둘은) 안에 넣어라

στασιαζέτων

(그 둘은) 안에 넣어라

복수 στασιάζετε

(너희는) 안에 넣어라

στασιαζόντων, στασιαζέτωσαν

(그들은) 안에 넣어라

부정사 στασιάζειν

안에 넣는 것

분사 남성여성중성
στασιαζων

στασιαζοντος

στασιαζουσα

στασιαζουσης

στασιαζον

στασιαζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 στασιάζομαι

(나는) 안에 넣여진다

στασιάζει, στασιάζῃ

(너는) 안에 넣여진다

στασιάζεται

(그는) 안에 넣여진다

쌍수 στασιάζεσθον

(너희 둘은) 안에 넣여진다

στασιάζεσθον

(그 둘은) 안에 넣여진다

복수 στασιαζόμεθα

(우리는) 안에 넣여진다

στασιάζεσθε

(너희는) 안에 넣여진다

στασιάζονται

(그들은) 안에 넣여진다

접속법단수 στασιάζωμαι

(나는) 안에 넣여지자

στασιάζῃ

(너는) 안에 넣여지자

στασιάζηται

(그는) 안에 넣여지자

쌍수 στασιάζησθον

(너희 둘은) 안에 넣여지자

στασιάζησθον

(그 둘은) 안에 넣여지자

복수 στασιαζώμεθα

(우리는) 안에 넣여지자

στασιάζησθε

(너희는) 안에 넣여지자

στασιάζωνται

(그들은) 안에 넣여지자

기원법단수 στασιαζοίμην

(나는) 안에 넣여지기를 (바라다)

στασιάζοιο

(너는) 안에 넣여지기를 (바라다)

στασιάζοιτο

(그는) 안에 넣여지기를 (바라다)

쌍수 στασιάζοισθον

(너희 둘은) 안에 넣여지기를 (바라다)

στασιαζοίσθην

(그 둘은) 안에 넣여지기를 (바라다)

복수 στασιαζοίμεθα

(우리는) 안에 넣여지기를 (바라다)

στασιάζοισθε

(너희는) 안에 넣여지기를 (바라다)

στασιάζοιντο

(그들은) 안에 넣여지기를 (바라다)

명령법단수 στασιάζου

(너는) 안에 넣여져라

στασιαζέσθω

(그는) 안에 넣여져라

쌍수 στασιάζεσθον

(너희 둘은) 안에 넣여져라

στασιαζέσθων

(그 둘은) 안에 넣여져라

복수 στασιάζεσθε

(너희는) 안에 넣여져라

στασιαζέσθων, στασιαζέσθωσαν

(그들은) 안에 넣여져라

부정사 στασιάζεσθαι

안에 넣여지는 것

분사 남성여성중성
στασιαζομενος

στασιαζομενου

στασιαζομενη

στασιαζομενης

στασιαζομενον

στασιαζομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐστασίαζον

(나는) 안에 넣고 있었다

ἐστασίαζες

(너는) 안에 넣고 있었다

ἐστασίαζεν*

(그는) 안에 넣고 있었다

쌍수 ἐστασιάζετον

(너희 둘은) 안에 넣고 있었다

ἐστασιαζέτην

(그 둘은) 안에 넣고 있었다

복수 ἐστασιάζομεν

(우리는) 안에 넣고 있었다

ἐστασιάζετε

(너희는) 안에 넣고 있었다

ἐστασίαζον

(그들은) 안에 넣고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐστασιαζόμην

(나는) 안에 넣여지고 있었다

ἐστασιάζου

(너는) 안에 넣여지고 있었다

ἐστασιάζετο

(그는) 안에 넣여지고 있었다

쌍수 ἐστασιάζεσθον

(너희 둘은) 안에 넣여지고 있었다

ἐστασιαζέσθην

(그 둘은) 안에 넣여지고 있었다

복수 ἐστασιαζόμεθα

(우리는) 안에 넣여지고 있었다

ἐστασιάζεσθε

(너희는) 안에 넣여지고 있었다

ἐστασιάζοντο

(그들은) 안에 넣여지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • τοιούτων δὲ συνεστηκότων, συνέβη Ταρσεῖσ καὶ Μαλλώτασ στασιάζειν διὰ τὸ Ἀντιοχίδι τῇ παλλακῇ τοῦ βασιλέωσ ἐν δωρεᾷ δεδόσθαι. (Septuagint, Liber Maccabees II 4:30)

    (70인역 성경, Liber Maccabees II 4:30)

  • οἱ λεγόμενοι τῶν Ἰουδαίων Ἀσιδαῖοι, ὧν ἀφηγεῖται Ἰούδασ ὁ Μακκαβαῖοσ, πολεμοτροφοῦσι καὶ στασιάζουσιν, οὐκ ἐῶντεσ τὴν βασιλείαν εὐσταθείασ τυχεῖν. (Septuagint, Liber Maccabees II 14:6)

    (70인역 성경, Liber Maccabees II 14:6)

  • πάλιν αὖ ἐνταῦθα ἤκουον τῶν νόμων τἀναντία τοῖσ ποιηταῖσ κελευόντων, μήτε μοιχεύειν μήτε στασιάζειν μήτε ἁρπάζειν. (Lucian, Necyomantia, (no name) 3:6)

    (루키아노스, Necyomantia, (no name) 3:6)

  • ὅταν μὲν γὰρ τῶν ῥαψῳδῶν ἀκούωσιν, ὅτι καὶ ἐρῶμεν καὶ τιτρωσκόμεθα καὶ δεσμούμεθα καὶ δουλεύομεν καὶ στασιάζομεν καὶ μυρία ὅσα πράγματα ἔχομεν, καὶ ταῦτα μακάριοι καὶ ἄφθαρτοι ἀξιοῦντεσ εἶναι, τί ἄλλο ἢ δικαίωσ καταγελῶσι καὶ ἐν οὐδενὶ λόγῳ τίθενται τὰ ἡμέτερα; (Lucian, Juppiter trageodeus, (no name) 20:1)

    (루키아노스, Juppiter trageodeus, (no name) 20:1)

  • Ὦ πολιοῦχε Παλλάσ, ὦ τῆσ ἱερωτάτησ ἁπασῶν πολέμῳ τε καὶ ποιηταῖσ δυνάμει θ’ ὑπερφερούσησ μεδέουσα χώρασ, δεῦρ’ ἀφικοῦ λαβοῦσα τὴν ἐν στρατιαῖσ τε καὶ μάχαισ ἡμετέραν ξυνεργὸν Νίκην, ἣ χορικῶν ἐστιν ἑταίρα τοῖσ τ’ ἐχθροῖσι μεθ’ ἡμῶν στασιάζει. (Aristotle, Parabasis, antistrophe1)

    (아리스토텔레스, Parabasis, antistrophe1)

유의어

  1. 안에 넣다

  2. 혼란에 빠뜨리다

파생어

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION