- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

σπόριμος?

1/2군 변화 형용사; 로마알파벳 전사: sporimos 고전 발음: [뽀리모] 신약 발음: [뽀리모]

기본형: σπόριμος σπόριμον

형태분석: σποριμ (어간) + ος (어미)

어원: σπείρω

  1. sown, to be sown, fit for sowing, the corn-fields, of seed-corn

곡용 정보

1/2군 변화
남/여성 중성
단수주격 σπόριμος

(이)가

σπόριμον

(것)가

속격 σπορίμου

(이)의

σπορίμου

(것)의

여격 σπορίμῳ

(이)에게

σπορίμῳ

(것)에게

대격 σπόριμον

(이)를

σπόριμον

(것)를

호격 σπόριμε

(이)야

σπόριμον

(것)야

쌍수주/대/호 σπορίμω

(이)들이

σπορίμω

(것)들이

속/여 σπορίμοιν

(이)들의

σπορίμοιν

(것)들의

복수주격 σπόριμοι

(이)들이

σπόριμα

(것)들이

속격 σπορίμων

(이)들의

σπορίμων

(것)들의

여격 σπορίμοις

(이)들에게

σπορίμοις

(것)들에게

대격 σπορίμους

(이)들을

σπόριμα

(것)들을

호격 σπόριμοι

(이)들아

σπόριμα

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ εἶπεν ὁ Θεός. ἰδοὺ δέδωκα ὑμῖν πάντα χόρτον σπόριμον σπεῖρον σπέρμα, ὅ ἐστιν ἐπάνω πάσης τῆς γῆς, καὶ πᾶν ξύλον, ὃ ἔχει ἐν ἑαυτῷ καρπὸν σπέρματος σπορίμου, ὑμῖν ἔσται εἰς βρῶσιν. (Septuagint, Liber Genesis 1:29)

    (70인역 성경, 창세기 1:29)

  • ἐὰν δὲ ἐπιπέσῃ ἀπὸ τῶν θνησιμαίων αὐτῶν ἐπὶ πᾶν σπέρμα σπόριμον, ὃ σπαρήσεται, καθαρὸν ἔσται. (Septuagint, Liber Leviticus 11:37)

    (70인역 성경, 레위기 11:37)

  • ἔστι δ ὁ μὴν οὗτος περὶ Πλειάδας σπόριμος, ὃν Ἀθὺρ Αἰγύπτιοι, Πυανεψιῶνα δ Ἀθηναῖοι Βοιωτοὶ δὲ Δαμάτριον καλοῦσι. (Plutarch, De Iside et Osiride, section 69 2:4)

    (플루타르코스, De Iside et Osiride, section 69 2:4)

  • οἱ δ ὑπακούσαντες τήν τε γῆν παρεσκεύασαν ἀνεῖναι πλουσίους καρπούς, οὐ μόνον τὴν σπόριμον, ἀλλὰ καὶ τὴν δενδροφόρον, καὶ τὰς ἐπεισάκτους ἀγορὰς ἁπάσας ἐπικλύσαι μᾶλλον ἢ πρότερον: (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, Books IV-VI, book 6, chapter 17 5:2)

    (디오니시오스, Antiquitates Romanae, Books IV-VI, book 6, chapter 17 5:2)

관련어

명사

형용사

동사

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION