헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

σορός

2군 변화 명사; 여성 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: σορός σοροῦ

형태분석: σορ (어간) + ος (어미)

  1. a vessel for holding anything
  2. as nickname of an old man or woman

곡용 정보

2군 변화

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ ἐτελεύτησεν Ἰωσὴφ ἐτῶν ἑκατὸν δέκα. καὶ ἔθαψαν αὐτὸν καὶ ἔθηκαν ἐν τῇ σορῷ ἐν Αἰγύπτῳ. (Septuagint, Liber Genesis 50:26)

    (70인역 성경, 창세기 50:26)

  • ἐν τῇ σορῷ νυνὶ λαχὸν τὸ γράμμα σου δικάζειν, σὺ δ’ οὐ βαδίζεισ, ὁ δὲ Χάρων τὸ ξύμβολον δίδωσιν. (Aristophanes, Plutus, Parodos18)

    (아리스토파네스, Plutus, Parodos18)

  • ἔπειτα ἐσ πόσον ἔτι τὸν λοιπὸν χρόνον ἀπολαύσεισ αὐτοῦ γέρων ἤδη καὶ παντὸσ ἡδέοσ ἔξωροσ ὢν καὶ τὸν ἕτερον πόδα, φασίν, ἐν τῇ σορῷ ἔχων; (Lucian, 161:2)

    (루키아노스, 161:2)

  • Ἀγαμέμνων δὲ κωλύει τὸ σῶμα αὐτοῦ καῆναι, καὶ μόνοσ οὗτοσ τῶν ἐν Ἰλίῳ ἀποθανόντων ἐν σορῷ κεῖται· (Apollodorus, Library and Epitome, book E, chapter 5 15:2)

    (아폴로도로스, Library and Epitome, book E, chapter 5 15:2)

  • ἐπισκήπτει μὲν γὰρ αὐτῷ, προειπὼν ὅτι οὐδὲ ἐκεῖνοσ ἀπέχει μακρὰν τῆσ τοῦ βίου τελευτῆσ, εἴ πωσ εἰή δυνατόν, προδιοικήσασθαι, ὅπωσ τὸν αὐτὸν τρόπον, ὥσπερ καὶ ἐτράφησαν καὶ ἐβίωσαν ἐν τῷ αὐτῷ, οὕτω καὶ τελευτησάντων αὐτῶν τὰ ὀστᾶ ἐν τῇ αὐτῇ σορῷ κείσεται· (Aeschines, Speeches, , section 1462)

    (아이스키네스, 연설, , section 1462)

유의어

  1. a vessel for holding anything

  2. as nickname of an old man or woman

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION