σκότος?
2군 변화 명사; 남성
자동번역
로마알파벳 전사: skotos
고전 발음: [스꼬또스]
신약 발음: [스꼬또스]
기본형:
σκότος
σκότου
형태분석:
σκοτ
(어간)
+
ος
(어미)
뜻
- 어둠, 암흑, 그늘
- 무지, 장님
- 불명료, 애매모호
- 무지, 수수께끼, 간사, 베일
- darkness, gloom
- blindness
- (figuratively) obscurity
- (of a person) the mystery, ignorance, deceit
- the dark part or shadow in a picture
곡용 정보
2군 변화
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- ἐν σκότῳ γοῦν πλανωμένοις πάντες ἐοίκαμεν, μᾶλλον δὲ τυφλοῖς ὅμοια πέπονθαμεν, τῷ μὲν προσπταίοντες ἀλόγως, τὸ δὲ ὑπερβαίνοντες, οὐδὲν δέον, καὶ τὸ μὲν πλησίον καὶ παρὰ πόδας οὐχ ὁρῶντες, τὸ δὲ πόρρω καὶ πάμπολυ διεστηκὸς ὡς ἐνοχλοῦν δεδιότες: (Lucian, Calumniae non temere credundum, (no name) 1:2)
(루키아노스, Calumniae non temere credundum, (no name) 1:2)
- ἀλλὰ τούτων ἁπάντων αἴτιον, ὅπερ ἐν ἀρχῇ ἔφημεν, ἡ ἄγνοια καὶ τὸ ἐν σκότῳ που εἶναι τὸν ἑκάστου τρόπον ὡς εἴ γε θεῶν τις ἀποκαλύψειεν ἡμῶν τοὺς βίους, οἴχοιτο ἂν φεύγουσα ἐς τὸ βάραθρον ἡ διαβολὴ χώραν οὐκ ἔχουσα, ὡς ἂν πεφωτισμένων τῶν πραγμάτων ὑπὸ τῆς ἀληθείας. (Lucian, Calumniae non temere credundum, (no name) 31:5)
(루키아노스, Calumniae non temere credundum, (no name) 31:5)
- ὁ δ αὐτὸς υἱὸν πενθοῦντι καὶ ἐν σκότῳ ἑαυτὸν καθείρξαντι προσελθὼν ἔλεγεν μάγος τε εἶναι καὶ δύνασθαι αὐτῷ ἀναγαγεῖν τοῦ παιδὸς τὸ εἴδωλον, εἰ μόνον αὐτῷ τρεῖς τινας ἀνθρώπους ὀνομάσειε μηδένα πώποτε πεπενθηκότας: (Lucian, (no name) 25:1)
(루키아노스, (no name) 25:1)
- καθάπερ γὰρ ἐκεῖνοι σφάλλονται καὶ διολισθάνουσιν ἐν τῷ σκότῳ, οὕτω δὴ κἀγώ σοι ἔμπαλιν ἀμβλυώττω πρὸς τὸ φῶς. (Lucian, Contemplantes, (no name) 1:15)
(루키아노스, Contemplantes, (no name) 1:15)
- ἀφανῆ γὰρ ἄμφω καὶ ὑπὸ τῷ αὐτῷ σκότῳ καταδεδυκότα. (Lucian, Cataplus, (no name) 22:5)
(루키아노스, Cataplus, (no name) 22:5)
관련어
명사
형용사
동사
부사
- ἀωρί (at an untimely hour)