Ancient Greek-English Dictionary Language

σαθρός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: σαθρός σαθρή σαθρόν

Structure: σαθρ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: (어원이 불명확함.)

Sense

  1. rotten, decayed, unsound, cracked, unsound
  2. unsound thought

Examples

  • ἥγηται μὲν γὰρ σίδηρον ἄχυρα, χαλκὸν δὲ ὥσπερ ξύλον σαθρόν. (Septuagint, Liber Iob 41:19)
  • καθάπερ γὰρ ἐν πολιορκίᾳ οὐκ ἐπὶ τὰ ὑψηλὰ καὶ ἀπόκρημνα καὶ ἀσφαλῆ τοῦ τείχουσ προσίασιν οἱ πολέμιοι, ἀλλ’ ᾗ ἂν ἀφύλακτόν τι μέροσ ἢ σαθρὸν αἴσθωνται ἢ ταπεινόν, ἐπὶ τοῦτο πάσῃ] δυνάμει χωροῦσιν ὡσ ῥᾷστα παρεισδῦναι καὶ ἑλεῖν δυνάμενοι, οὕτω καὶ οἱ διαβάλλοντεσ ὃ τι ἂν ἀσθενὲσ ἴδωσι τῆσ ψυχῆσ καὶ ὑπόσαθρον καὶ εὐεπίβατον, τούτῳ προσβάλλουσι καὶ προσάγουσι τὰσ μηχανάσ, καὶ τέλοσ ἐκπολιορκοῦσι μηδενὸσ ἀντιταττομένου μηδὲ τὴν ἔφοδον αἰσθομένου. (Lucian, Calumniae non temere credundum, (no name) 19:2)
  • φέρε δὴ καθ’ ἕκαστον τοῖσ τῆσ τέχνησ εἴδεσιν ἐφαρμόζοντεσ τὴν παρασιτικήν, εἰ συνᾴδει σκοπῶμεν ἢ ὁ περὶ αὐτῆσ λόγοσ, καθάπερ αἱ πονηραὶ χύτραι διακρουόμεναι, σαθρὸν ἀποφθέγγεται δεῖ τοίνυν πᾶσαν τέχνην σύστημα ἐκ καταλήψεων . (Lucian, De parasito sive artem esse parasiticam, (no name) 4:5)
  • τί τοῦτ’ αἴνιγμα σημαίνεισ σαθρόν; (Euripides, Suppliants, episode, antistrophe 1 1:30)
  • τοῦτ’ ἐσ γυναῖκασ δόλιόν ἐστι καὶ σαθρόν. (Euripides, episode 3:15)

Synonyms

  1. unsound thought

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION