- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

θύρωματα?

불규칙 변화 명사; 중성 자동번역 로마알파벳 전사: thyrōmata 고전 발음: [튀로:마따] 신약 발음: [튀로마따]

기본형: θύρωματα

어원: θυρόω

  1. 방, 약실, 칸
  1. a room with doors to it, a chamber
  2. a door with posts and frame

예문

  • καὶ τὰ πρόθυρα καὶ οἱ ἧλοι καὶ αἱ φιάλαι καὶ τὰ τρυβλία καὶ αἱ θυΐσκαι χρυσαῖ, σύγκλειστα, καὶ τὰ θυρώματα τῶν θυρῶν τοῦ οἴκου τοῦ ἐσωτάτου, ἁγίου τῶν ἁγίων, καὶ τὰς θύρας τοῦ ναοῦ χρυσᾶς. (Septuagint, Liber I Regum 7:36)

    (70인역 성경, 열왕기 상권 7:36)

  • καὶ πάντα τὰ θυρώματα καὶ αἱ χῶραι τετράγωνοι μεμελαθρωμέναι καὶ ἀπὸ τοῦ θυρώματος ἐπὶ θύραν τρισσῶς. (Septuagint, Liber I Regum 7:42)

    (70인역 성경, 열왕기 상권 7:42)

  • καὶ ἐχρύσωσε τὸν οἶκον καὶ τοὺς τοίχους αὐτοῦ καὶ τοὺς πυλῶνας καὶ τὰ ὀροφώματα καὶ τὰ θυρώματα χρυσίῳ καὶ ἔγλυψε Χερουβὶμ ἐπὶ τῶν τοίχων. (Septuagint, Liber II Paralipomenon 3:7)

    (70인역 성경, 역대기 하권 3:7)

  • καὶ ἐποίησε τὴν αὐλὴν τῶν ἱερέων καὶ τὴν αὐλὴν τὴν μεγάλην καὶ θύρας τῇ αὐλῇ καὶ θυρώματα αὐτῶν κατακεχαλκωμένα χαλκῷ. (Septuagint, Liber II Paralipomenon 4:9)

    (70인역 성경, 역대기 하권 4:9)

  • τὰ παστοφόρια αὐτῆς καὶ τὰ θυρώματα αὐτῆς καὶ τὰ αἰλαμμὼ αὐτῆς ἐπὶ τῆς πύλης τῆς δευτέρας ἔκρυσις, (Septuagint, Prophetia Ezechielis 40:37)

    (70인역 성경, 에제키엘서 40:37)

유의어

관련어

명사

형용사

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION